ἐμπρήθω: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(T22) |
(11) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist [[ἐνέπρησα]]; from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for שָׂרַף and הִצִית; to [[burn]]; [[destroy]] by [[fire]]: [[τήν]] πόλιν, Matthew 22:7. | |txtha=1st aorist [[ἐνέπρησα]]; from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for שָׂרַף and הִצִית; to [[burn]]; [[destroy]] by [[fire]]: [[τήν]] πόλιν, Matthew 22:7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπρήθω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[φυσώ]], [[εμφυσώ]], [[εξογκώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει («ἐν δ' [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[πυρπολώ]] («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
A blow up, inflate, of the wind, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481:—Pass., to be bloated or swollen, ἐμπεπρησμένης ὑός Ar.V.36 (-πρημ- cod. R), cf. Gal. ap. Orib.8.19.7. II burn, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ Il.9.589:—Pass., Ath.Med. ap. Orib.1.2.4; cf. ἐμπίμπρημι.
German (Pape)
[Seite 817] = ἐμπίπρημι; ἐνέπρηθον Il. 9, 589; sonst ἐνιπρῆσαι, verbrennen, πυρὸς αἰθομένοιο, indem das Feuer brennt, mit Feuer, 16, 82; – anblasen, anschwellen, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον, der Wind blies mitten ins Segel, Il. 1, 481.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρήθω: μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α. 481· ἴδε πρήθω: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. καίω, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος ἐμπίπρημι.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνέπρηθον, f. ἐμπρήσω, ao. ἐνέπρησα;
brûler, incendier.
Étymologie: ἐν, πρήθω.
English (Autenrieth)
ipf. ἐνέπρηθον, ἐνιπρήσω, fut. inf. ἐμπρήσειν, aor. ἐνέπρησε, ἔμπρησε, subj. ἐνιπρήσωσι: (1) of wind, blow into, fill the sail, Od. 2.427. —(2) of fire, kindle; νῆας, ἄστυ, νεκρούς, Il. 8.182; usually with πυρί, also πυρός (part. gen.), Il. 9.242, Il. 16.82.
Spanish (DGE)
quemar, incendiar μέγα ἄστυ Il.9.589, v. ἐμπίμπρημι.
English (Strong)
from ἐν and pretho (to blow a flame); to enkindle, i.e. set on fire: burn up.
English (Thayer)
1st aorist ἐνέπρησα; from Homer down; the Sept. for שָׂרַף and הִצִית; to burn; destroy by fire: τήν πόλιν, Matthew 22:7.
Greek Monolingual
ἐμπρήθω (Α)
1. (για άνεμο) φυσώ, εμφυσώ, εξογκώνω, κάνω κάτι να φουσκώσει («ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.)
2. καίω, πυρπολώ («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ», Ομ. Ιλ.).