Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐτεός: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=true, [[real]]; νεικεῖν πόλλ' ἐτεά τε καὶ [[οὐχί]], ‘reproaches true and [[untrue]],’ Il. 20.255; [[elsewhere]] only ἐτεόν, the [[truth]] or [[truly]]; εἰ δή ἐτεόν γε καὶ [[ἀτρεκέως]] ἀγορεύεις, Il. 15.53, and freq. εἰ ἐτεόν γε (sc. [[ἐστί]]), Il. 14.125, Od. 3.122.
|auten=true, [[real]]; νεικεῖν πόλλ' ἐτεά τε καὶ [[οὐχί]], ‘reproaches true and [[untrue]],’ Il. 20.255; [[elsewhere]] only ἐτεόν, the [[truth]] or [[truly]]; εἰ δή ἐτεόν γε καὶ [[ἀτρεκέως]] ἀγορεύεις, Il. 15.53, and freq. εἰ ἐτεόν γε (sc. [[ἐστί]]), Il. 14.125, Od. 3.122.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐτεός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[πραγματικός]], [[αληθινός]] («εἰ ἐτεὸν [[Κάλχας]] μαντεύεται ἠὲ καὶ [[οὐκί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐτεή</i><br />η [[πραγματικότητα]]<br /><b>3.</b> (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) [[ἐτεῇ]]<br />[[πράγματι]], αληθινά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰ ἐτεόν γε» — αν [[πράγματι]] [[έτσι]] συμβαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με τους τ. <i>ετά</i> (πληθ. του επιθ. [[ετός]]), [[ετάζω]]. Η [[παραγωγή]] από αμάρτυρο ουσ. <i>ε</i>-<i>τύς</i> δεν [[είναι]] πειστική. Το [[επίθημα]] του τ. <i>ετε</i>(<i>F</i>)<i>ός</i> πιθ. αναλογικά [[προς]] το αντίθετό του <i>κενε</i>(<i>F</i>)<i>ός</i>, <i>κεν</i>(<i>F</i>)<i>ός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτεός Medium diacritics: ἐτεός Low diacritics: ετεός Capitals: ΕΤΕΟΣ
Transliteration A: eteós Transliteration B: eteos Transliteration C: eteos Beta Code: e)teo/s

English (LSJ)

ά, όν (not found in masc.),

   A true, genuine, πόλλ' ἐτεά Il.20.255; ἢ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται 2.300; εἰ ἐτεόν περ whether it be true indeed, 14.125; εἰ δή ῥ' ἐ. γε καὶ ἀτρεκέως ἀγορεύεις 15.53.    II ἐτεόν, as Adv., in truth, verily, εἰπέ μοι εἰ ἐ. γε φίλην ἐς πατρίδ' ἱκάνω Od.13.328, cf.Il.8.423; εἰ ἐ. . . μιμνῄσκομαι rightly, Theoc.25.173.    2 in Ar. (not in other Com.) interrog., really, indeed, οὐκ ἀκούσεσθ' ἐ. . . ; Ach.322, cf. 609; ἐ. ἡγεῖ γὰρ θεούς; Eq.32, cf. 733; in asking for information, τί οὖν τοῦτ' ἐστὶν ἐ.; Nu.93, cf. V.8; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐ.; Nu.820; cf. ἐτός (B).    3 fem., ἐτεή, ἡ, reality, [ἄνθρωπος] ἐτεῆς ἀπήλλακται Democr.6; dat. ἐτεῇ, as Adv., in reality, νόμῳ γλυκύ, νόμῳ πικρόν, ἐτεῇ δ' ἄτομα καὶ κενόν Id.125; ἐ. οὐδὲν ἴσμεν Id.7.

German (Pape)

[Seite 1047] ά, όν, wahr, wirklich; nur im neutr., πόλλ' ἐτεά Il. 20, 255, meist ἐτεόν, adverbial, in Wahrheit, in Wirklichkeit, Hom. u. sp. D.; εἰ ἐτεόν γε, wenn anders wirklich, oft bei Hom., vgl. Spitzner zu Il. 14, 125, wo auch Beispiele der späteren Dichter beigebracht sind; εἰ ἐτεόν περ ἐγὼ μιμνήσκομαι, wenn ich mich anders recht erinnere, Theocr. 25, 173; ὡς ἐτεόν περ, Ap. Rh. 1, 763; vgl. Spitzner a. a. O.; – der Wahrheit gemäß, wahrhaft, μαντεύεσθαι, Il. 2, 300; καὶ ἀτρεκέως Il. 15, 53. – Bei Ar. oft in ironischen Fragen, wirklich? in der That? im Ernst? ἐτεόν, ἡγεῖ γὰρ θεούς; Eq. 32; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐτεόν, Nubb. 820, so! ich möchte doch wissen, was du lachtest. S. auch ἐτεῇ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτεός: -ά, -όν, (Ἐκ τῆς √ΕΤ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις ἔτυμος, ἐτάζω· πρβλ. Σανσκ. sat-yas, (ἀληθὴς), sat-yam, (ἀλήθεια)· Παλαιο-Σκανδ. sann-r, Ἀγγλο-Σαξονικ. sóth (sooth)): - ἀληθής, πραγματικός, γνήσιος, πόλλ’ ἐτεὰ Ἰλ. Υ. 255· ἢ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται, εἰ ἀληθὲς…, Α. 300· τὰ δὲ μέλλετ’ ἀκουέμεν, εἰ ἐτεόν περ Ξ. 125· καὶ συχνότερον (μάλιστα ἐν Ὀδ.), εἰ ἐτεόν γε, εἰ πράγματι ἔχει οὕτω, πρβλ, Spitzn. Ἰλ, Ξ. 125. ΙΙ. ἐτεόν, ὡς ἐπίρρ., κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, ἀληθῶς, Λατ. revera, εἰπέ μοι, εἰ ἐτεόν γε φίλην ἐς πατρίδ’ ἱκάνω Ὀδ. Ν. 328, πρβλ, Ἰλ, Θ. 423· εἰ δή ῥ’ ἐτεόν γε καὶ ἀτρεκέως ἀγορεύεις Ο. 53· εἰ ἐτεόν… μιμνήσκομαι, ὀρθῶς, Θεόκρ. 25. 173. 2) παρ’ Ἀριστοφ. ἀείποτε ὡς ἐρώτ., πράγματι; ἀληθῶς; οὐκ ἀκούσεσθ’ ἐτεόν...; Ἀχ. 322, πρβλ. 609· ἐτεὸν ἡγεῖ γὰρ θεούς; Ἱππ. 32, πρβλ. 732· τί οὖν τοῦτ’ ἐστὶν ἐτεόν; Νεφέλ.93· τί τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; αὐτόθι 820, πρβλ. 1502· ὡσαύτως ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας, ἐτεόν; ὡς τὸ: ἄληθες; «ἀλήθεια;», Λατ. itane? Ὄρν. 393· πρβλ. ἀληθὴς ΙΙΙ, 2, καὶ ἴδε ἔτος (ἐπίρρ.). - Tο ἀρσενικὸν δεν ἀπαντᾷ· τὸ δὲ θηλ. μόνον ὡς ἐπίρρ. ἐτεῇ, ὃ ἴδε, Ἰω. Ἀλεξ. ἐν τονικ. παραγγέλμ. σ. 29. 5, ἀναφέρει ὡσαύτως ἐτά· ἀπὸ τοῦ ἐτός…, ὡς «ἐτὰ Τημενίδος χρύσεον γένος», καὶ παρ’ Ἡσυχ. φέρεται «ἐτά· ἀληθῆ, ἀγαθά».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
vrai, réel;
1 rar. adj. πόλλ’ ἐτεά IL beaucoup de choses vraies ; d’ord. seul. au neutre : ἐτεὸν μαντεύεσθαι IL faire des prédictions vraies ; ἐτεὸν ἀγορεύειν IL dire la vérité;
2 adv. au neutre • ἐτεόν vraiment, en vérité.
Étymologie: cf. ἔτυμος.

English (Autenrieth)

true, real; νεικεῖν πόλλ' ἐτεά τε καὶ οὐχί, ‘reproaches true and untrue,’ Il. 20.255; elsewhere only ἐτεόν, the truth or truly; εἰ δή ἐτεόν γε καὶ ἀτρεκέως ἀγορεύεις, Il. 15.53, and freq. εἰ ἐτεόν γε (sc. ἐστί), Il. 14.125, Od. 3.122.

Greek Monolingual

ἐτεός, -ή, -όν (Α)
1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεή
η πραγματικότητα
3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇ
πράγματι, αληθινά
4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» — αν πράγματι έτσι συμβαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με τους τ. ετά (πληθ. του επιθ. ετός), ετάζω. Η παραγωγή από αμάρτυρο ουσ. ε-τύς δεν είναι πειστική. Το επίθημα του τ. ετε(F)ός πιθ. αναλογικά προς το αντίθετό του κενε(F)ός, κεν(F)ός].