ἐφησυχάζω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_13b)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφησῠχάζω''': μέλλ. -άσω, συναινῶ εἴς τι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 2. 64, 4· τινι Ἡλιόδ. 6. 7. ΙΙ. εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8.
|lstext='''ἐφησῠχάζω''': μέλλ. -άσω, συναινῶ εἴς τι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 2. 64, 4· τινι Ἡλιόδ. 6. 7. ΙΙ. εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφησυχάζω]]) [[ἡσυχάζω]]<br />αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, [[ξαποσταίνω]], [[ησυχάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επαναπαύομαι]], [[εμπιστεύομαι]], [[επαφίεμαι]], ξεθαρρεύομαι<br /><b>2.</b> [[αμελώ]], [[παραμελώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ησυχάζω]] ψυχικά για [[κάτι]], [[παύω]] ν' [[ανησυχώ]]<br /><b>μσν.</b><br />αποσύρομαι σε [[μονή]] ή σε [[σκήτη]] για ψυχική [[περισυλλογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[ήσυχος]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br /><b>3.</b> [[παρασιωπώ]]<br /><b>4.</b> (για [[έθιμο]] ή [[συνήθεια]]) δεν εφαρμόζομαι, καθίσταμαι [[άκυρος]], [[ανίσχυρος]], [[πέφτω]] σε [[αχρησία]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφησῠχάζω Medium diacritics: ἐφησυχάζω Low diacritics: εφησυχάζω Capitals: ΕΦΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: ephēsycházō Transliteration B: ephēsychazō Transliteration C: efisychazo Beta Code: e)fhsuxa/zw

English (LSJ)

   A remain quiet, Plb.2.64.5 (v.l. ἀφ-), Ph.2.65 (v.l. for ἡσ-) ; ὀλίγον χρόνον Hld.4.11; μικρὸν -ησυχάσας τοῖς εἰρημένοις Id.6.7; ἀπὸ τῆς αἰώρης Aret.CD1.8.    2 acquiesce in, τῇ δικαιολογία PLond.5.1708.261 (vi A.D.); τοῖς κρινομένοις Just.Nov.123.21 Intr.    II Act., pass over in silence, omit, τὰ πλήθη τῶν ἄλλων Ph. 2.3 (v.l. for ἀφ-).

German (Pape)

[Seite 1118] dabei ruhig sein, τινί, bei Etwas, τοῖς εἰρημένοις Heliod. 6, 7. S. ἀφησυχάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφησῠχάζω: μέλλ. -άσω, συναινῶ εἴς τι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 2. 64, 4· τινι Ἡλιόδ. 6. 7. ΙΙ. εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφησυχάζω) ἡσυχάζω
αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω
νεοελλ.
1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι
2. αμελώ, παραμελώ
νεοελλ.-μσν.
ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν' ανησυχώ
μσν.
αποσύρομαι σε μονή ή σε σκήτη για ψυχική περισυλλογή
αρχ.
1. μένω ήσυχος
2. είμαι ήσυχος
3. παρασιωπώ
4. (για έθιμο ή συνήθεια) δεν εφαρμόζομαι, καθίσταμαι άκυρος, ανίσχυρος, πέφτω σε αχρησία.