κεάζω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. (ἐ)κέασσε, κέασε, opt. κεάσαιμι, inf. κεάσσαι, [[pass]]. perf. [[part]]. κεκεασμένα, aor. κεάσθη: [[split]], [[cleave]]; of [[lightning]], [[shiver]], Od. 5.132, Od. 7.250.
|auten=aor. (ἐ)κέασσε, κέασε, opt. κεάσαιμι, inf. κεάσσαι, [[pass]]. perf. [[part]]. κεκεασμένα, aor. κεάσθη: [[split]], [[cleave]]; of [[lightning]], [[shiver]], Od. 5.132, Od. 7.250.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπάζω]], [[σχίζω]]<br /><b>2.</b> (για κεραυνό) [[συντρίβω]]<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> πιθ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κεα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>κεά</i>-<i>σσαι</i>, <i>ευ</i>-<i>κέα</i>-<i>στος</i>, [[αλλά]] και [[κείω]]) <span style="color: red;"><</span> <i>κεσα</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>kes</i>- «[[κόβω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>śas</i>-[[a]]<i>ti</i>, <i>śasisyati</i> «[[κόβω]]», λατ. <i>castrare</i> «[[κλαδεύω]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. <i>kekemeno</i> «μοιρασμένος», [[οπότε]] και ανάγεται σε [[θέμα]] <i>kei</i>- «μοιράζει», όπως και τα <i>κείων</i>, [[κοινός]], [[κώμη]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεάζω Medium diacritics: κεάζω Low diacritics: κεάζω Capitals: ΚΕΑΖΩ
Transliteration A: keázō Transliteration B: keazō Transliteration C: keazo Beta Code: kea/zw

English (LSJ)

Ep. fut.

   A κεάσσω Orph.A.849: aor. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα Hom. (v. infr.):—Pass., aor. κεάσθην Il.16.412, but part. κεᾰθείσης App.Anth.3.167: pf. part. κεκεασμένος (v. infr.):—split, cleave wood, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od.14.418; κέασαν ξύλα 20.161; ξύλα . . νέον κεκεασμένα χαλκῷ 18.309, cf. Hp.Mul.2.153, Call.Fr.289, etc.; of lightning, shiver, νῆα . . κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od.5.132; of a spear, κέασσε δ' ἄρ' ὀστέα λευκά Il.16.347; [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη was cloven in twain, ib.412; κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ οὐρανόν Arat.474.    2 pound, rub to pieces, ἢ σφέλᾳ ἢ ὅλμῳ κεάσας Nic.Th. 644. (κεᾰ-ζω fr. κεᾰ- in κεᾰ-θείσης (v. supr.), εὐ-κέα-τος, κέαρνον, and perh. κείων, v. κείω (B); perh. cf. Skt. śásati 'cut', Lat. castrare.)

German (Pape)

[Seite 1410] spalten, zerspalten; eigtl. vom Spalten u. Behauen des Holzes, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od. 14, 418; 20, 161; von der Lanze, κέασσε δ' ὀστέα λευκά Il. 16, 347; ἡ (κεφαλὴ) δ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη 20, 388, der Kopf wurde gespalten; vom Blitze, νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od. 5, 132. 7, 250; sp. D., Orph. Arg. 847; οὐρανὸν κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ Arat. 475; – klein reiben, Nic. Th. 644. – Vgl. noch κεδάζω, σκεδάζω, u. Buttmann Lexil. I p. 12 II p. 96.

Greek (Liddell-Scott)

κεάζω: Ἐπικ. μέλλ. κεάσσω, Ὀρφ. Ἀργ. 852: ἀόρ. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα, Ὁμ.- Παθ., ἀόρ. κεάσθην Ἰλ.: παθ. πρκμ. κεκεασμένος, ἴδε κατωτ. (Πρβλ. κείω, καιάδας, κέαρνον, Σανσκρ. khâ, khy-âmi (abscindo)· ἀλλὰ τὸ Λατ. sci-o, de-scisco, scindo, δεικνύει ὅτι ἡ πρώτη ῥίζα ἦτο SKE ἢ SKA, πιθαν. συγγενὲς τῷ σχίζω, ὃ ἴδε). Σχίζω (ὁ Ἡσύχ. διασχίζω, κτλ.), κόπτω, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Ὀδ. Ξ. 418· κέασαν ξύλα Υ. 161· πρβλ. Ἱππ. 658. 14, κτλ.· ἐπὶ κεραυνοῦ, συντρίβω, κατασυντρίβω, νῆα... κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασε Ὀδ. Ε. 132, Η. 250· ἐπὶ δόρατος, κέασσε δὲ ὀστέα λευκὰ Ἰλ. ΙΙ. 347, ὅπερ ἐν Υ. 398, εἶπεν, αἰχμὴ ἱεμένη ῥῆξ’ ὀστέον·- κεφαλὴ ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη, εἰς δύο ἐκόπη, ΙΙ. 412, Υ. 387· οὐρανὸς... κεκεασμένος εὐρέϊ κύκλῳ Ἄρατ. 475. 2) κοπανίζω, κατατρίβω, Νικ. Θηρ. 644.

French (Bailly abrégé)

fendre en éclats.
Étymologie: κείω².

English (Autenrieth)

aor. (ἐ)κέασσε, κέασε, opt. κεάσαιμι, inf. κεάσσαι, pass. perf. part. κεκεασμένα, aor. κεάσθη: split, cleave; of lightning, shiver, Od. 5.132, Od. 7.250.

Greek Monolingual

κεάζω (Α)
1. σπάζω, σχίζω
2. (για κεραυνό) συντρίβω
3. χτυπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. κεα- (πρβλ. αόρ. κεά-σσαι, ευ-κέα-στος, αλλά και κείω) < κεσα- < ΙΕ ρίζα kes- «κόβω» (πρβλ. αρχ. ινδ. śas-ati, śasisyati «κόβω», λατ. castrare «κλαδεύω»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. kekemeno «μοιρασμένος», οπότε και ανάγεται σε θέμα kei- «μοιράζει», όπως και τα κείων, κοινός, κώμη.