κήδος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(20) |
(No difference)
|
Revision as of 07:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
κῆδος, -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)
κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ' ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.)
2. θλίψη, ανησυχία, στενοχώρια (α. «εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει», Ομ. Ιλ.
β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ Διός», Ομ. Ιλ.)
3. πένθος, κηδεία («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῑς ἀπαντώσι», Αριστοτ.)
4. αντικείμενο φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθώνυμον», Αισχύλ.)
5. (ποιητ.) θυγατέρα («κῆδος Ἀδράστου λαβών» — αφού παντρεύθηκε τη θυγατέρα του Αδράστου, Ευρ.)
6. γάμος («εἰκός τε καὶ τὸ κῆδος Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», Θουκ.)
7. στον πληθ. τὰ κήδεα
επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρά λεῑπε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. kādos- «φροντίδα, λύπη», της ρίζας kād- «λύπη, μίσος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. ri-śādas «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. sādra «θλίψη, πόνος», τοχαρ. A kat «καταστροφή», γαλλ. hair «μίσος, αγγλ. hate, γερμ. hassen, haβ «μίσος»). Ο τ. κήδω, κήδομαι ανάγεται στην ίδια ρίζα αλλά δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Κηδικράτης.
ΠΑΡ. κηδεμών, κηδεστής, κηδεύω
αρχ.
κήδειος, κήδεος, κήδιστος, κηδόσυνος, κηδωλός.
ΣΥΝΘ. (Με Β' συνθετικό κήδομαι)
αρχ.
αντικήδομαι, επικήδομαι, περικήδομαι, προκήδομαι. (Με Β' συνθετικό κήδος)
αρχ.
ακηδής, ανακηδής, αποκηδής, αρθροκηδής, δημοκηδής, δυσκηδής, λαθικηδής, νεοκηδής, πανακηδής, πολυκηδής, προσκηδής, φιλοκηδής, φρενοκηδής.