κρίσιμος: Difference between revisions
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sert à juger, décisif, critique ; <i>particul. en parl. de maladie</i>;<br /><b>2</b> qui concerne <i>ou</i> amène la crise.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sert à juger, décisif, critique ; <i>particul. en parl. de maladie</i>;<br /><b>2</b> qui concerne <i>ou</i> amène la crise.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κρίσιμος]], -ίμη, -ον) [[κρίσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει οριστική [[τροπή]] σε [[κάτι]], [[αποφασιστικός]] («κρίσιμη [[συνάντηση]]»)<br /><b>2.</b> [[σοβαρός]], [[επικίνδυνος]] (α. «η [[κατάσταση]] του ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η [[οικονομία]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[κατάσταση]]» γ. «[[κρίσιμος]] [[ἡμέρα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζει οριακές καταστάσεις, [[πέρα]] από τις οποίες ορισμένα φαινόμενα ισχύουν ή παύουν να υφίστανται (α. «κρίσιμη [[θερμοκρασία]]» β. «κρίσιμο [[σημείο]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρίσιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η δικαστική [[υπόθεση]] που πρόκειται να κριθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[δίκη]]<br /><b>2.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[εκδίκηση]], [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> [[βάσανο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρισίμως</i> και -<i>ιμα</i><br />με κρίσιμο τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐς], ον, (κρίσις)
A decisive, critical, κ. ἡμέρα the crisis of a disease, Hp.Aph.7.85, al., Arist.Ph.230b5; κ. γὰρ αὕτη γίγνεται (sc. the seventh day) Men.890; also κ. φάεα AP11.382.11 (Agath.); ἐν κρισίμοις Hp.Epid.1.7: Comp. -ώτερος Id.Acut.23. Adv. -μως Id. Epid.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
κρίσῐμος: ῐ, ον, (κρίσις) ὡς καὶ νῦν, κρίσιμος, κρ. ἡμέρα, ἡ κρίσιμος ἡμέρα νόσου, Ἱππ. Ἀφ. 1261, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 7· ὁ Μένανδ. λέγει περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, κρ. γὰρ αὕτη γίγνεται ἐν Ἀδήλ. 296· οὕτω κρ. φάεα Ἀνθ. Π. 11. 382, 11· τὸ κρ., κρίσιμον σημεῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ― συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἐπίρρ. -μῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. τὸ Α΄, 945.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sert à juger, décisif, critique ; particul. en parl. de maladie;
2 qui concerne ou amène la crise.
Étymologie: κρίνω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κρίσιμος, -ίμη, -ον) κρίσις
1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση»)
2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση του ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ. «κρίσιμος ἡμέρα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζει οριακές καταστάσεις, πέρα από τις οποίες ορισμένα φαινόμενα ισχύουν ή παύουν να υφίστανται (α. «κρίσιμη θερμοκρασία» β. «κρίσιμο σημείο»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κρίσιμο(ν)
η δικαστική υπόθεση που πρόκειται να κριθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. δίκη
2. δικαστική απόφαση
3. εκδίκηση, τιμωρία
4. βάσανο.
επίρρ...
κρισίμως και -ιμα
με κρίσιμο τρόπο.