λιβανωτός: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(T22) |
(23) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=λιβανωτοῦ, ὁ ([[λίβανος]]);<br /><b class="num">1.</b> in [[secular]] authors, [[frankincense]], the [[gum]] exuding ἐκ [[τοῦ]] λιβάνου, ([[Herodotus]], [[Menander]], [[Euripides]], [[Plato]], Diodorus, Herodian, others).<br /><b class="num">2.</b> a [[censer]] ([[which]] in [[secular]] authors is ἡ λιβανωτις (or [[rather]] λιβανωτρις, cf. Lob. ad Phryn., p. 255)): Revelation 8:3,5. | |txtha=λιβανωτοῦ, ὁ ([[λίβανος]]);<br /><b class="num">1.</b> in [[secular]] authors, [[frankincense]], the [[gum]] exuding ἐκ [[τοῦ]] λιβάνου, ([[Herodotus]], [[Menander]], [[Euripides]], [[Plato]], Diodorus, Herodian, others).<br /><b class="num">2.</b> a [[censer]] ([[which]] in [[secular]] authors is ἡ λιβανωτις (or [[rather]] λιβανωτρις, cf. Lob. ad Phryn., p. 255)): Revelation 8:3,5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, και [[λιβανωτό]], το (AM [[λιβανωτός]], ὁ, Α και [[λιβανωτός]], ἡ)<br />η [[ρητινώδης]] αρωματική [[ουσία]] που εκκρίνεται από το [[δένδρο]] [[λίβανος]], το [[λιβάνι]] («οὐδ' ἂν θύσαιμ'...οὐδ' ἐπιθείην [[λιβανωτόν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καὶω [[λιβανωτό]] σε κάποιον» — [[κολακεύω]] κάποιον, [[λιβανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μάννα]] λιβανωτοῡ» — [[λιβάνι]] τριμμένο σε [[σκόνη]], [[λιβανομάννα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δένδρο]] [[λίβανος]], που παράγει το [[λιβάνι]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου πωλούνταν το [[λιβάνι]]<br /><b>3.</b> θυμιατήρι, λιβανιστήρι («[[ἄγγελος]] ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπὶ τοῡ θυσιαστηρίου ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῡν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «χόνδροι λιβανωτοῡ» — μικρά κομμάτια λιβανιού<br />β) «λιβανωτὸς [[ἄρρην]]» — το καλύτερο [[είδος]] λιβανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίβανος]]. Κατ' άλλους, η λ. έχει φοινικ. [[προέλευση]] (β. λ. [[λίβανος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Men.Sam.Fr.1:—
A frankincense, the gum of the tree λίβανος, used to burn at sacrifices, Xenoph.1.7, Hdt.1.183, 2.40, 86, Ar.Nu.426, V.96, Ra.871, Thphr.HP4.4.14, etc.; λ. ὑπὲρ αὐτῶν ἐπιτιθέναι Antipho 1.18: called, when in small pieces, χόνδρος λιβανωτοῦ Luc.Sat.16; when pounded, μάννα λιβανωτοῦ Gp.6.6.1; cf. λιβανομάννα: the best kind was λ. ἄρρην Dsc.1.68, Alciphr. 2.4. 2 = λίβανος 1, Thphr.HP9.1.6. II the frankincensemarket, Eup.304, Chamael. ap. Ath.9.374b. III = λιβανωτρίς, Apoc.8.3, 5.
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, auch ἡ, vgl. Lob. zu Phryn. p. 187, Weihrauch, das Harz des Baumes λίβανος, das als Räucherwerk beim Opfer gebraucht wurde, Her. 2, 86. 4, 107. 6, 97; λιβανωτὸν δεῦρό τις καὶ πῦρ δότω, ὅπως ἂν εὔξωμαι, Ar. Ran. 871; λιβανωτὸν ἐπιτιθέναι ὑπὲρ ἑαυτῶν, Antiph. 1, 18; Plat. Legg. VIII, 847 b; Theophr. u. A.; – χόνδρος λιβανωτοῦ heißt er, wenn er in kleinen Stücken ist, μάννα λιβανωτοῦ ganz zerrieben. – Auch der Ort, wo Weihrauch verkauft wird, Eupol. bei Poll. 9, 47; vgl. Chamaeleon bei Ath. IX, 374 b. – Im N. T. Rauchfaß.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνωτός: -οῦ, ὁ, καὶ ἡ, Μένανδρος ἐν «Σαμίᾳ» 1 παρὰ Φρυνίχ. 187· ― ἡ ῥητινώδης οὐσία ἡ ἐκρέουσα ἐκ τοῦ δένδρου λιβάνου, «λιβάνι», θυμίαμα ἐν χρήσει πρὸς καῦσιν κατὰ τὰς θυσίας, Ξενοφάν. 1. 7 Bgk., Ἡρόδ. 1. 183., 2. 40, 86, Ἀριστοφ. Νεφ. 426, Σφ. 96, Βάτρ. 871, κτλ.· λ. ἐπιτιθέναι ὑπὲρ αὑτῶν Ἀντιφῶν 113. 24· ― καλεῖται δέ, ὅταν ἀποτελῆται ἐκ μικρῶν τεμαχίων, χόνδρος λιβανωτοῦ, Λατιν. gruma ἢ grana thuris, Λουκ. Κρονοσόλων 16· τετριμμένον δὲ εἰς κόνιν, μάννα λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, πρβλ. λιβανομάννα, Γεωπ. 6. 6, 1· ― τὸ ἄριστον εἶδος ἦτο ὁ λ. ἄρρην, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mascula thura, Ἀλκίφρων 2, 4, 16. ΙΙ. ἡ αγορὰ ἔνθα ἐπωλεῖτο λιβανωτός, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Χαμαιλέοντα παρ’ Ἀθην. 374Β. ΙΙΙ. = λιβανωτρίς, Ἀποκάλ. η΄, 3 καὶ 5. (Ἴδε ἐν λ. κιννάμωμον)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
encens : χόνδρος λιβανωτοῦ LUC pain d’encens.
Étymologie: λίβανος.
English (Slater)
λῐβᾰνωτός
1 frankincense κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ ὡς ἄγαν τρυφῶντα τοῦτο εἶπεν, ἐντεῦθεν δεικνὺς αὐτὸν ὅτι καὶ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχαῖς βλακείᾳ ἐχρῆτο) fr. 329.
Spanish
English (Strong)
from λίβανος; frankincense, i.e. (by extension) a censer for burning it: censer.
English (Thayer)
λιβανωτοῦ, ὁ (λίβανος);
1. in secular authors, frankincense, the gum exuding ἐκ τοῦ λιβάνου, (Herodotus, Menander, Euripides, Plato, Diodorus, Herodian, others).
2. a censer (which in secular authors is ἡ λιβανωτις (or rather λιβανωτρις, cf. Lob. ad Phryn., p. 255)): Revelation 8:3,5.
Greek Monolingual
ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ)
η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ' ἂν θύσαιμ'...οὐδ' ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» — κολακεύω κάποιον, λιβανίζω
μσν.
φρ. «μάννα λιβανωτοῡ» — λιβάνι τριμμένο σε σκόνη, λιβανομάννα
αρχ.
1. το δένδρο λίβανος, που παράγει το λιβάνι
2. τόπος όπου πωλούνταν το λιβάνι
3. θυμιατήρι, λιβανιστήρι («ἄγγελος ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπὶ τοῡ θυσιαστηρίου ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῡν», ΚΔ)
4. φρ. α) «χόνδροι λιβανωτοῡ» — μικρά κομμάτια λιβανιού
β) «λιβανωτὸς ἄρρην» — το καλύτερο είδος λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος. Κατ' άλλους, η λ. έχει φοινικ. προέλευση (β. λ. λίβανος)].