μαγεύω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(T22) |
(23) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[μάγος]]); to be a [[magician]]; to [[practise]] magical arts: [[Euripides]], Iph. 1338; [[Plutarch]], Artax. 3,6, and in [[other]] authors.) | |txtha=([[μάγος]]); to be a [[magician]]; to [[practise]] magical arts: [[Euripides]], Iph. 1338; [[Plutarch]], Artax. 3,6, and in [[other]] authors.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[μαγεύω]]) [[μάγος]]<br /><b>1.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[μεταχειρίζομαι]] μαγικά [[μέσα]], μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, [[κάνω]] [[μάγια]], [[δένω]] κάποιον με [[μάγια]] (α. «θα κάψω και τη [[μάγισσα]] που ξέρει να μαγεύει», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[ἔνιοι]] δὲ οὐ τοὺς [[δαίμονας]] φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θέλγω]], [[γοητεύω]], [[ξεμυαλίζω]], [[συναρπάζω]], [[σαγηνεύω]] («με τον λόγο του μάγεψε το [[πλήθος]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σε [[κάτι]] μαγικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[μαγεμένος]], -<i>η</i>, -ο(ν)<br />[[μαγικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράγω]] [[κάτι]] με μαγική [[τέχνη]] («ἔμψυχα μαγεύων», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[μάγος]], [[είμαι]] [[κάτοχος]] της μαγικής δύναμης ή σοφίας («[[Πλάτων]]... [[οὔπω]] μαγεύειν ἔδοξε [[καίτοι]] πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be a Magus or skilled in Magian lore, Plu.Art.3,6, Philostr. VA1.2. II use magic arts, E.IT1338; καταγαγεῖν τὸν Δία μαγεύσαντας Plu.Num.15. III trans., bewitch, e.g. by philtres, Ach.Tat.5.22:—Pass., Clearch.25, Luc.Asin. 54; πέπλον μεμαγευμένον φαρμάκοις Apollod.1.9.28. 2 call forth by magic arts, ἔμψυχα AP12.57 (Mel.), cf. Luc.Asin.11.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγεύω: εἶμαι μάγος ἢ ἔμπειρος εἰς μαγικὴν σοφίαν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3 καὶ 6, Φιλόστρ. 4· μεταχειρίζομαι μαγικὰ τεχνάσματα, κατάγειν τὸν Δία μαγεύσαντας Πλουτ. Νουμ. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., μέλη μ., ᾄδω μαγικὰς ἐπῳδάς, Εὐρ. Ι. Τ. 1338. ΙΙ. μεταβ., γοητεύω, ἔμψυχα μαγεύων Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Λουκ. Ὄν. 11· - Παθητ., μαγεύομαι, μαγευόμεναι καὶ μαγεύουσαι Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε, Λουκ. Ὄν. 54. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγεύειν· γοητεύειν. θεραπεύειν Θεούς».
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμάγευσα, pf. Pass. μεμάγευμαι;
I. intr.
1 être magicien;
2 user de moyens magiques, accomplir des opérations magiques;
II. tr. charmer par des sortilèges.
Étymologie: μάγος.
English (Strong)
from μάγος; to practice magic: use sorcery.
English (Thayer)
(μάγος); to be a magician; to practise magical arts: Euripides, Iph. 1338; Plutarch, Artax. 3,6, and in other authors.)
Greek Monolingual
(AM μαγεύω) μάγος
1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι
β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς δαίμονας φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», Πλούτ.)
2. (μτβ.) θέλγω, γοητεύω, ξεμυαλίζω, συναρπάζω, σαγηνεύω («με τον λόγο του μάγεψε το πλήθος»)
νεοελλ.-μσν.
1. προσδίδω σε κάτι μαγικές ιδιότητες
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγεμένος, -η, -ο(ν)
μαγικός
αρχ.
1. παράγω κάτι με μαγική τέχνη («ἔμψυχα μαγεύων», Ανθ. Παλ.)
2. (αμτβ.) είμαι μάγος, είμαι κάτοχος της μαγικής δύναμης ή σοφίας («Πλάτων... οὔπω μαγεύειν ἔδοξε καίτοι πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.).