μετακιάθω: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(Autenrieth)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only ipf. μετεκίαθον: go [[after]], [[pursue]], [[pass]] [[over]] to, [[traverse]], Il. 11.714.
|auten=only ipf. μετεκίαθον: go [[after]], [[pursue]], [[pass]] [[over]] to, [[traverse]], Il. 11.714.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετακιάθω]] (Α)<br />(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) [[πηγαίνω]] [[πίσω]] από κάποιον, [[ακολουθώ]], [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] [[μετά]] («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]] («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] σε [[επίσκεψη]]<br /><b>4.</b> [[μεταβαίνω]] για [[αναζήτηση]]<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]]<br /><b>6.</b> [[περνώ]] διά μέσου, [[διέρχομαι]] («ὅτε πᾱν [[πεδίον]] μετεκίαθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κιάθω]] «κινούμαι, [[φεύγω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑάθω Medium diacritics: μετακιάθω Low diacritics: μετακιάθω Capitals: ΜΕΤΑΚΙΑΘΩ
Transliteration A: metakiáthō Transliteration B: metakiathō Transliteration C: metakiatho Beta Code: metakia/qw

English (LSJ)

[ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. μετεκίαθον,

   A follow after, ἱππῆες δ' ὀλίγον μ. Il.11.52, cf. 18.532: c.acc., chase, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16.685; τὸν δὲ κύνες μ. 18.581.    II visit, ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Od.1.22, cf. Call.Dian.46; go to seek, A.R.3.802; simply, come to, κρήνην Id.1.1221.    III ἀλλ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον had passed through it, Il.11.714.    IV intr., come next, A.R. 1.139.

German (Pape)

[Seite 147] nur verlängerte Aoristform μετεκίαθον, nachgehen, sowohl im feindlichen Sinne, verfolgen, Il. 11, 52. 18, 532, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16, 685, als auch nach Etwas gehen, um es zu holen, zurückzubringen, ταῦρον, nach dem vom Löwen geraubten Stier, 18, 581; auch = zu Einem gehen, um ihn zu besuchen, Αἰθίοπας μετεκίαθε, Od. 1, 22; πᾶν πεδίον, das ganze Gefilde durchstreifen, Il. 11, 714; sp. D., wie Callim.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰκῑάθω: Ἐπικ. ῥῆμ. ἀπαντῶν μόνον κατὰ παρατατ. ἢ ἀόρ. μετεκίαθον, ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μετεκίαθον, «μετ’ ὀλίγον ἐκεῖ ἐπορεύοντο» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 52., Σ. 532· μετ’ ἀπαρ., καταδιώκω, «κυνηγῶ», Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε Π. 685· τοὺς δὲ κύνες μ. Σ. 581· - ἁπλῶς, ἔρχομαι μετὰ ταῦτα, ἐπακολουθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 139· ἔρχομαι εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, αὐτόθι 1221. ΙΙ. ἀπέρχομαι εἰς ἐπίσκεψιν, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Ὀδ. Α. 12· ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησιν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 802. ΙΙΙ. ἀλλ’ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ὅτε διῆλθον διὰ μέσου αὐτοῦ, Ἰλ. Λ. 713.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. μετεκίαθον;
1 changer de pays pour aller vers, acc.;
2 aller à travers, acc.;
3 aller à la poursuite de, à la recherche de, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, κιάθω.

English (Autenrieth)

only ipf. μετεκίαθον: go after, pursue, pass over to, traverse, Il. 11.714.

Greek Monolingual

μετακιάθω (Α)
(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.)
2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.)
3. πηγαίνω σε επίσκεψη
4. μεταβαίνω για αναζήτηση
5. έρχομαι κάπου
6. περνώ διά μέσου, διέρχομαι («ὅτε πᾱν πεδίον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιάθω «κινούμαι, φεύγω»].