νωθής: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(Autenrieth)
(27)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές: [[lazy]], [[sluggish]], Il. 11.559†.
|auten=ές: [[lazy]], [[sluggish]], Il. 11.559†.
}}
{{grml
|mltxt=[[νωθής]], -ές (Α)<br />1.[[νωθρός]], [[χαύνος]], [[οκνηρός]] («[[ὥσπερ]] ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραδύνους]], αυτός που έχει μειωμένη [[αντίληψη]]<br /><b>3.</b> αυτός που υστερεί πνευματικά<br /><b>4.</b> (για το πυρ) [[ήρεμος]], [[μέτριος]], [[πράος]]<br /><b>5.</b> (για την ύλη) [[αδρανής]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νωθές</i><br />με ανόητο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και με β' συνθετικό [[είτε]] το ρ. <i>ὠθῶ</i> ([[οπότε]] αρχ. σημ. του [[νωθής]] [[είναι]] «αυτός που δεν κουνιέται από τη [[θέση]] του») [[είτε]] το ρ. [[ὄθομαι]], με αρχ. σημ. «αυτός που δεν νοιάζεται για [[τίποτε]]». Η λ. [[νωθής]] και το παράγωγο [[νωθρός]] από την αρχική σημ. της ακινησίας και αδράνειας χρησιμοποιήθηκαν στην ιατρική [[ορολογία]] με τη σημ. της βραδύνοιας, της μειωμένης πνευματικής αντίληψης].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθής Medium diacritics: νωθής Low diacritics: νωθής Capitals: ΝΩΘΗΣ
Transliteration A: nōthḗs Transliteration B: nōthēs Transliteration C: nothis Beta Code: nwqh/s

English (LSJ)

ές,

   A sluggish, slothful, ὄνος Il.11.559 ; ν. κῶλον E.HF819 ; ἵππος -έστερος Pl.Ap. 30e ; ν. κίνησις Arist.HA503b8 ; τὰ γόνατα νωθής Luc.Luct.16 ; of fire, dull, opp. ὀξύς, Thphr.HP5.9.3 (Comp.) ; of earth, opp. water, etc., Pl.Ti.86a (Sup.).    2 of the understanding, dull, stupid, κατεφαίνετο εἶναι -έστερος (sc. ὁ παῖς) Hdt.3.53 ; νωθὴς τὸν νόον Hp. Ep.17, cf. A.Pr.62, Pl.Plt.310e (Comp.).    II neut. νωθές as Adv., Poll.4.81 : Sup. -έστατα D.C.59.4.

Greek (Liddell-Scott)

νωθής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ νωθρός, ὀκνηρός, χαῦνος, ἐπίθ. τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 559· νωθὲς κῶλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819· ἵππος νωθέστερος Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ν. κίνησις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 7· τὰ γόνατα νωθὴς Λουκ. π. Πένθους 16. 2) νωθρός, βραδύς, ἀμβλύς, δηλ. κατὰ τὴν διάνοιαν, κατεφαίνετο εἶναι νωθέστερος (δηλ. ὁ παῖς) Ἡρόδ. 3. 53· νωθὴς τὸν νόον Ἱππ. 1283. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 62, Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. οὐδ. νωθὲς ὡς ἐπίρρ., Πολυδ. Δ΄, 81· συγκρ. -έστατα, Δίων Κ. 59, 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 lent;
2 fig. qui a l’esprit lent ou lourd;
Cp. νωθέστερος.
Étymologie: νη-, ὠθέω.

English (Autenrieth)

ές: lazy, sluggish, Il. 11.559†.

Greek Monolingual

νωθής, -ές (Α)
1.νωθρός, χαύνος, οκνηρόςὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», Πλάτ.)
2. βραδύνους, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη
3. αυτός που υστερεί πνευματικά
4. (για το πυρ) ήρεμος, μέτριος, πράος
5. (για την ύλη) αδρανής
6. (το ουδ. ως επίρρ.) νωθές
με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. πρόθημα νη- και με β' συνθετικό είτε το ρ. ὠθῶ (οπότε αρχ. σημ. του νωθής είναι «αυτός που δεν κουνιέται από τη θέση του») είτε το ρ. ὄθομαι, με αρχ. σημ. «αυτός που δεν νοιάζεται για τίποτε». Η λ. νωθής και το παράγωγο νωθρός από την αρχική σημ. της ακινησίας και αδράνειας χρησιμοποιήθηκαν στην ιατρική ορολογία με τη σημ. της βραδύνοιας, της μειωμένης πνευματικής αντίληψης].