μυρσίνη: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(eksahir) |
(26) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[mirto]] | |esgtx=[[mirto]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μυρσίνη]] και αττ. τ. [[μυρρίνη]] Μ και [[μυρσίνα]] και [[μερσίνη]] και μερσίνα και σμυρσίνη)<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] είδους φυτού, του Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) [[κατά]] τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], του γένους [[μύρτος]], αλλ. [[μυρτιά]] και [[σμυρτιά]] («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[καρπός]] της μυρτιάς<br />(μσν. -αρχ.) [[κλάδος]] μυρτιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στεφάνι]] φτειαγμένο από [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> [[κοίλη]] [[σμίλη]]<br /><b>3.</b> [[μυγιαστήρι]] φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) <i>αἱ μυρσίναι</i><br />[[αγορά]] στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μυρσίνη]] [[ἀγρία]]» — το [[φυτό]] [[οξυμυρσίνη]] η [[ακανθώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μύρσινος]]. Ο τ. [[μερσίνη]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-. Για τον αττ. τ. [[μυρρίνη]] <b>βλ. λ.</b> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], Att. μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—
A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA627b18; μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74, cf. IG ll. cc.; μυρσίνης φόβη E.Alc.172. 2 μ. ἀγρία Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144. II myrtle-branch, Hdt.1.132, 8.99, al., Apolloph.5.2. 2 myrtle-wreath, Pherecr.108.25, Ar.V.861, Nu.1364, etc.; cf. σκόλιον. 3 in pl., the myrtle-wreath-market, ἐν ταῖς μ. Id.Th.448. III v. μύρσινος 11.2.
German (Pape)
[Seite 221] ἡ, = μυῤῥίνη; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Ἀττ. μυρρίνη, ἡ, «μυρτιά», Ἀρχίλ. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58˙ μυρσίνης στέφανος Πινδ. Ι. 8 (7). 147, Εὐρ. Ἄλκ. 172. ΙΙ. κλάδος μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132., 8. 99, κ. ἀλλ.˙ ἢ στέφανος ἐκ μυρσίνης, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 25, Ἀριστ. Σφ. 861, Νεφ. 1364, κτλ.˙ πρβλ. σκόλιον. 2) μυιοσόβιον (μυαστῆρι) ἐκ κλάδου μυρσίνης, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 59. 3) ἐν τῷ πληθ., ἡ ἀγορὰ τῶν ἐκ κλάδων μυρσίνης στεφάνων, ἐν ταῖς μ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 448˙ πρβλ. μύρον 2.
French (Bailly abrégé)
c. μυρρίνη.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ μυρσίνη και αττ. τ. μυρρίνη Μ και μυρσίνα και μερσίνη και μερσίνα και σμυρσίνη)
βοτ. κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού, του Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) κατά τη σύγχρονη ταξινόμηση, του γένους μύρτος, αλλ. μυρτιά και σμυρτιά («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», Αριστοτ.)
μσν.
ο καρπός της μυρτιάς
(μσν. -αρχ.) κλάδος μυρτιάς
αρχ.
1. στεφάνι φτειαγμένο από μυρσίνη
2. κοίλη σμίλη
3. μυγιαστήρι φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης
4. στον πληθ. α) αἱ μυρσίναι
αγορά στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης
5. φρ. «μυρσίνη ἀγρία» — το φυτό οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μύρσινος. Ο τ. μερσίνη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-. Για τον αττ. τ. μυρρίνη βλ. λ. μύρσινος / μύρρινος.