Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέραμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέρᾱμα''': τό, [[τόπος]] διαβάσεως εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], ἔξω τῶν νέων τειχῶν ἢ ἐν ἄλλοις περάμασιν Ἰουστινιαν. Νεαρ. 59, 5. 2) πέρασμα, διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]] ποταμοῦ, Ἀθαν. ΙΙ, 929Β. 3) ὡς καὶ νῦν [[πέραμα]], [[πορθμεῖον]], Θεοφάν. 353, 15., 488, 19, κλ.
|lstext='''πέρᾱμα''': τό, [[τόπος]] διαβάσεως εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], ἔξω τῶν νέων τειχῶν ἢ ἐν ἄλλοις περάμασιν Ἰουστινιαν. Νεαρ. 59, 5. 2) πέρασμα, διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]] ποταμοῦ, Ἀθαν. ΙΙ, 929Β. 3) ὡς καὶ νῦν [[πέραμα]], [[πορθμεῖον]], Θεοφάν. 353, 15., 488, 19, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[περώ]]<br /><b>1.</b> [[μέρος]] σε ποταμό ή πορθμό κατάλληλο για το [[πέρασμα]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], [[διάβα]], διαβατό<br /><b>2.</b> [[διάβαση]], [[πέρασμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πλοιαρίου το οποίο χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] επιβατών από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην [[άλλη]], το οποίο [[συνήθως]] κινείται με [[κουπιά]] ή έλκεται με [[συρματόσχοινο]], [[περαταριά]]<br />1) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[παραλία]] που βρίσκεται στο [[απέναντι]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> (ως [[τοπωνύμιο]]) <i>Πέραμα</i>- [[σημείο]] της πειραϊκής ακτής, όπου διενεργείται η [[μεταξύ]] του Ναυστάθμου και ξηράς [[επικοινωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο [[θάνατος]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρᾱμα Medium diacritics: πέραμα Low diacritics: πέραμα Capitals: ΠΕΡΑΜΑ
Transliteration A: pérama Transliteration B: perama Transliteration C: perama Beta Code: pe/rama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ferry, Just.Nov.59.5, Gloss.

German (Pape)

[Seite 562] τό, Ort zum Uebersetzen, Ueberfahrt, Schol. Od. 4, 671.

Greek (Liddell-Scott)

πέρᾱμα: τό, τόπος διαβάσεως εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, ἔξω τῶν νέων τειχῶν ἢ ἐν ἄλλοις περάμασιν Ἰουστινιαν. Νεαρ. 59, 5. 2) πέρασμα, διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ποταμοῦ, Ἀθαν. ΙΙ, 929Β. 3) ὡς καὶ νῦν πέραμα, πορθμεῖον, Θεοφάν. 353, 15., 488, 19, κλ.

Greek Monolingual

το, ΝΜ περώ
1. μέρος σε ποταμό ή πορθμό κατάλληλο για το πέρασμα στο απέναντι μέρος, διάβα, διαβατό
2. διάβαση, πέρασμα
3. είδος πλοιαρίου το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην άλλη, το οποίο συνήθως κινείται με κουπιά ή έλκεται με συρματόσχοινο, περαταριά
1) νεοελλ.
1. συνεκδ. η παραλία που βρίσκεται στο απέναντι μέρος
2. (ως τοπωνύμιο) Πέραμα- σημείο της πειραϊκής ακτής, όπου διενεργείται η μεταξύ του Ναυστάθμου και ξηράς επικοινωνία
μσν.
μτφ. ο θάνατος.