ὁμόπτερος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> également ailé;<br /><b>2</b> qui a les ailes semblables ; <i>fig. en parl. de navires</i> qui vole <i>ou</i> vogue ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[πτερόν]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> également ailé;<br /><b>2</b> qui a les ailes semblables ; <i>fig. en parl. de navires</i> qui vole <i>ou</i> vogue ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[πτερόν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόπτερος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ομόπτερα</i><br /><b>εντομολ.</b> [[τάξη]] εντόμων που παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλομορφία]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]], το [[σχήμα]] και τη [[φυσική]] [[ιστορία]] τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 [[περίπου]] είδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που έχει όμοια φτερά, παρόμοιο [[πτέρωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) εντελώς όμοιος, [[πανομοιότυπος]], [[ολόιδιος]]<br />β) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομήλιξ]], [[συνομήλικος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι»<br />(για πτηνά) οι σύντροφοι μου, τα άλλα πτηνά («ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὁμόπτεροι νᾱες»<br />i) πλοία τα οποία έχουν όμοια [[κουπιά]] ή όμοια [[ιστία]]<br />ii) (κατ' [[άλλη]] ερμ.) πλοία [[εξίσου]] [[γρήγορα]] ή πλοία που συμπλέουν<br />γ) «[[ὁμόπτερος]] ἀπήνα»<br /><b>μτφ.</b> τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὁμοπτέρως]] (Μ)<br />[[ταχέως]], [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]]. Η λ. στη Νεοελληνική [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homoptera</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of or with the same plumage, κίρκος A.Supp.224, cf. Pl.Phdr.256e ; οἱ ἐμοὶ ὁ. my fellow-birds, birds of my feather, Ar.Av.229 : then generally, comrades, fellows, Stratt.78. 2 metaph., of like feather, closely resembling, βόστρυχος ὁ. A.Ch.174, cf. E.El.530 ; νᾶες ὁ. consort-ships (or, as others, equally swift), A.Pers.559 (lyr., but λινόπτεροι is prob. cj.); ἀπήνα ὁ., i.e. the two brothers, Eteocles and Polynices, E.Ph.328(lyr.).
German (Pape)
[Seite 339] gleichgefiedert, gleichgeflügelt, κίρκοι, verwandt, Aesch. Suppl. 221; Plat. Phaedr. 256 e; Strattis bei Poll. 6, 156, = ὁμήλικες. Bei Ar. Av. 229 kom. οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι, meine Mitvögel. – Uebertr. von Schiffen, mit gleichen Segeln, Aesch. Pers. 551; übertr. auch ἀπήνας ὁμοπτέρο υ Eur. Phoen. 331; übh. ähnlich, Aesch. Ch. 172; βόστρυχοι, Eur. El. 530.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόπτερος: -ον, ὁ παρομοίως ἐπτερωμένος, ὁ ἔχων ὅμοια πτερά, κέρκων τῶν ὁμοπτέρων Αἰσχύλ. Ἱκ. 224, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· ὁμόπτεροι ἐμοί, πτηνὰ ἔχοντα πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰ ἐμά, σύντροφα ἐμοὶ πτηνά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 229· καὶ ἀκολούθως, ὁμῆλιξ, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 17. 2) μεταφορ., ὁ σφόδρα ὅμοιος, βόστρυχος ὁμ. Αἰσχύλ. Χο. 174, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 530 νᾶες ὁμ., αἱ ἔχουσαι ὁμοίας κώπας ἢ ἱστία (ἤ, κατ’ ἄλλους, ἐξ ἴσου ταχεῖαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, ἔνθα ἴδε σημ. Paley· ἀπήνη ἐμ., δηλ. οἱ δύο ἀδελφοὶ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης, Εὐρ. Φοίν. 329. - Περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 156 λέγει: «ὁμοπτέρους δὲ τοὺς ὁμοτρίχους εἰπόντος Εὐριπίδου, Στράττις τοὺς ὁμήλικας εἴρηκεν ὁμοπτέρους», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὁμόπτεροι· ὅμοιοι. ὁμότριχοι. ὁμόχρονοι, ἀδελφοὶ ἥλικες, ὁμοῦ ηὐξημένοι».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 également ailé;
2 qui a les ailes semblables ; fig. en parl. de navires qui vole ou vogue ensemble.
Étymologie: ὁμός, πτερόν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόπτερος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα
εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη
αρχ.
1. (για πτηνό) αυτός που έχει όμοια φτερά, παρόμοιο πτέρωμα
2. μτφ. α) εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος, ολόιδιος
β) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ομήλιξ, συνομήλικος
3. φρ. α) «οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι»
(για πτηνά) οι σύντροφοι μου, τα άλλα πτηνά («ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων», Αριστοφ.)
β) «ὁμόπτεροι νᾱες»
i) πλοία τα οποία έχουν όμοια κουπιά ή όμοια ιστία
ii) (κατ' άλλη ερμ.) πλοία εξίσου γρήγορα ή πλοία που συμπλέουν
γ) «ὁμόπτερος ἀπήνα»
μτφ. τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης.
επίρρ...
ὁμοπτέρως (Μ)
ταχέως, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πτερόν. Η λ. στη Νεοελληνική είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homoptera].