παροικία: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(T22)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=παροικίας, ἡ ([[παροικέω]], [[which]] [[see]]), a Biblical and ecclesiastical [[word]] a [[dwelling]] [[near]] or [[with]] [[one]]; [[hence]], a sojourning, [[dwelling]] in a [[strange]] [[land]]: [[properly]], Sirach 21; cf. Fritzsche on [[παρεπίδημος]] (and references [[under]] [[παροικέω]]).
|txtha=παροικίας, ἡ ([[παροικέω]], [[which]] [[see]]), a Biblical and ecclesiastical [[word]] a [[dwelling]] [[near]] or [[with]] [[one]]; [[hence]], a sojourning, [[dwelling]] in a [[strange]] [[land]]: [[properly]], Sirach 21; cf. Fritzsche on [[παρεπίδημος]] (and references [[under]] [[παροικέω]]).
}}
{{grml
|mltxt=ή, ΝΜΑ [[πάροικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνολο]], [[κοινότητα]] ομοεθνών που κατοικούν σε μια [[ξένη]] [[πόλη]] ή [[χώρα]] («η ελληνική [[παροικία]] του Λονδίνου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η Εκκλησία, η πρώτη χριστιανική [[κοινότητα]] σε μια [[πόλη]] («[[παροικία]] Αντιοχείας», Ευσ.)<br /><b>2.</b> η εκκλησιαστική [[διοίκηση]]<br /><b>3.</b> η [[ενορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διαμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] και, ιδιαίτερα, το να κατοικεί [[κανείς]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] ως [[πάροικος]] [[χωρίς]] [[πολιτικά]] δικαιώματα.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικία Medium diacritics: παροικία Low diacritics: παροικία Capitals: ΠΑΡΟΙΚΙΑ
Transliteration A: paroikía Transliteration B: paroikia Transliteration C: paroikia Beta Code: paroiki/a

English (LSJ)

ἡ, (

   A πάροικος 11) sojourning in a foreign land, LXX Wi.19.10, Act.Ap. 13.17; οἱ ἐν τῇ π., = οἱ ἐκτός, LXX Si.Prol.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, das Wohnen eines Fremden in einem Orte ohne Bürgerrecht, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροικία: ἡ, (πάροικος ΙΙ) τὸ παροικεῖν ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἑβδ. (Σοφία Σολομ. ΙΘ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 17· οἱ ἐν τῇ παρ. = οἱ ἐκτός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ἐν τῷ προλόγῳ). ΙΙ. Ἐκκλησιαστ., παροικίαι εἶναι «αἱ παροικοῦσαι ἑκάστας τὰς πόλεις ἐκκλησίαι» Σύνοδος Ἀγκύρ. Κανὼν 18· οὕτω «παροικία Ἀντιοχείας» = ἐκκλησία Ἀντιοχείας, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 13· ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις, αὐτόθι 3. 28· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐφθαρμένῳ Λατ. τύπῳ parochia (Ἀγγλ. a parish), ἐνορία, αὐτόθι 1. 1, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour ou établissement en pays étranger.
Étymologie: πάροικος.

English (Strong)

from πάροικος; foreign residence: sojourning, X as strangers.

English (Thayer)

παροικίας, ἡ (παροικέω, which see), a Biblical and ecclesiastical word a dwelling near or with one; hence, a sojourning, dwelling in a strange land: properly, Sirach 21; cf. Fritzsche on παρεπίδημος (and references under παροικέω).

Greek Monolingual

ή, ΝΜΑ πάροικος
νεοελλ.
σύνολο, κοινότητα ομοεθνών που κατοικούν σε μια ξένη πόλη ή χώρα («η ελληνική παροικία του Λονδίνου»)
μσν.
1. η Εκκλησία, η πρώτη χριστιανική κοινότητα σε μια πόληπαροικία Αντιοχείας», Ευσ.)
2. η εκκλησιαστική διοίκηση
3. η ενορία
αρχ.
η διαμονή σε ξένη χώρα και, ιδιαίτερα, το να κατοικεί κανείς σε ξένη χώρα ως πάροικος χωρίς πολιτικά δικαιώματα.