πενιχρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(T22)
(31)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πενιχρα, πενιχον (from [[πένομαι]], [[see]] [[πένης]]), [[needy]], [[poor]]: [[Homer]], [[Odyssey]] 3,348 [[down]]; for עָנִי in דַּל in Proverbs 29:7.)  
|txtha=πενιχρα, πενιχον (from [[πένομαι]], [[see]] [[πένης]]), [[needy]], [[poor]]: [[Homer]], [[Odyssey]] 3,348 [[down]]; for עָנִי in דַּל in Proverbs 29:7.)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πενιχρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δεν έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], ο [[ανάξιος]] λόγου, ο [[ασήμαντος]] («πενιχρά αποτελέσματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίγος]], [[ανεπαρκής]], [[ισχνός]] («πενιχρή [[αμοιβή]]»)<br /><b>2.</b> ο [[δηλωτικός]] της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, [[φτωχικός]] («πενιχρό [[γεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενδεής]], [[φτωχός]], [[άπορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενιχρώς</i> και -<i>ά</i> / <i>πενιχρῶς</i> ΝΑ<br />με πενιχρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. [[πένομαι]] με [[επίθημα]] -<i>χρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βδελυ</i>-<i>χρός</i>, <i>μελι</i>-<i>χρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενιχρός Medium diacritics: πενιχρός Low diacritics: πενιχρός Capitals: ΠΕΝΙΧΡΟΣ
Transliteration A: penichrós Transliteration B: penichros Transliteration C: penichros Beta Code: penixro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A poor, needy, Od.3.348, Alc.49, Thgn. 165, 181, Sol.4.23, Pi.N. 7.19.—Poet. word, found in Com., as Ar.Pl.976, Philetaer.4, Diod. Com.2.8, in Pl.R.578a, and in later Prose, as PPetr.3p.73 (iii B. C.), Socr. ap. Stob.3.13.64, LXX Ex.22.25, etc.; π. δίαιτα Phld. Oec.p.48 J.: Comp. πενιχρότερος Ph.2.284, Sup. -ότατος Plb.6.21.7. Adv. -χρῶς Arist.Pol.1252b3. [ῐ by nature, Pi. and Ar. Il. cc., also Man.2.416, elsewh. ῑ by position.]

German (Pape)

[Seite 555] wie πένης, arm, dürftig; Od. 3, 348; Ggstz von ἀφνειός, Pind. N. 7, 19; Ar. Plut. 976; ψυχή, Plat. Rep. IX, 578 a; οἱ πενιχρότατοι, Pol. 6, 21, 7; θυσίη, Apollnds 7 (VI, 105); κόμ η, Rufin. 37 (V, 27); a. Sp. – [Man. 2, 416 braucht die mittlere Sylbe kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

πενιχρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πένης, ἄπορος, ἐν ἀνάγκῃ διατελῶν, ἐνδεής, Θεόγν. 165 181, Σόλων 3. 23, Πινδ. Ν. 7. 27· ― ἀρχαία ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (ἴδε Ἀριστοφ. Πλ. 976, Φιλέταιρον ἐν «Ἀχιλλεῖ» 1, Διόδωρον Σινωπέα ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 8), παρὰ Πλάτ. Πολ. 578Α, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. ― Ἐπίρρ., -χρῶς Ἀριστ. Πολιτικ 1. 2, 3

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
pauvre, indigent.
Étymologie: πένης.

English (Autenrieth)

poor, needy, Od. 3.348†.

English (Slater)

πενῐχρός
   1 poor ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (N. 7.19)

English (Strong)

prolongation from the base of πένης; necessitous: poor.

English (Thayer)

πενιχρα, πενιχον (from πένομαι, see πένης), needy, poor: Homer, Odyssey 3,348 down; for עָנִי in דַּל in Proverbs 29:7.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / πενιχρός, -ά, -όν, ΝΑ
αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα»)
νεοελλ.
1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή»)
2. ο δηλωτικός της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός («πενιχρό γεύμα»)
αρχ.
ενδεής, φτωχός, άπορος.
επίρρ...
πενιχρώς και -ά / πενιχρῶς ΝΑ
με πενιχρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. πένομαι με επίθημα -χρός (πρβλ. βδελυ-χρός, μελι-χρός)].