περιέλκω: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> περιέλξω, <i>ao.</i> περιεῖλξα, <i>etc.</i><br />tirer autour <i>ou</i> en tous sens.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἕλκω]]. | |btext=<i>f.</i> περιέλξω, <i>ao.</i> περιεῖλξα, <i>etc.</i><br />tirer autour <i>ou</i> en tous sens.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἕλκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[έλκω]], [[τραβώ]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]] («[[περιέλκω]] τινὰ ὡς [[ἀνδράποδον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[περισπώ]], [[αποσπώ]] την [[προσοχή]] («[[πάλαι]] με περιέλκεις κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταστρέφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατραβώ]], [[επιμηκύνω]]<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]] [[επιχείρημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περιέλκειν [[τοὔνομα]]» — [[διασύρω]] το όνομα, την [[υπόληψη]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. aor. περιείλκῠσα, later
A -εῖλξα Philostr.Her.19.8 :—drag round, drag about, X.An.7.6.10 ; π. τινὰ ὡς ἀνδράποδον Arist.EN1145b24; π. [τὸν Ἕκτορα] τῷ τείχει Philostr. l.c. :—Pass., Hp.Fract.13, Art. 3, Pl.Prt.352c, Arist.EN1147b16. 2 metaph., π. τοὔνομα drag one's good name in the mire, Jul.Or.7.214d. 3 divert, distract, κύκλῳ π. τινά Pl.Chrm.174b ; π. διάνοιαν ἐπί τι Gal.6.851 :—Pass., ἀπό τινος εἴς τι Longin.15.11.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἕλκω), herumziehen; πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ, Plat. Charm. 174 b; u. pass., Prot. 352 c; herumschleppen, δόντα δίκην ὧν ἡμᾶς περιεῖλκε, Xen. An. 7, 6, 10; Sp., wie Luc. Dem. enc. 18 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλκω: Ἀττικ. ἀόρ. περιείλκῠσα (ἴδε ἕλκω): ― σύρω πέριξ, σύρω τῇδε κἀκεῖσε, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 10˙ π. τινα ὡς ἀνδράποδον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 1˙ π. τὸν Ἕκτορα τῷ τείχει Φιλόστρ. 735. ― Παθ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761, περὶ Ἄρθρ. 781. 2) περισύρω κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀποσπῶ τοῦ προκειμένου, περισπῶ, κύκλῳ π. τινά, Λατ. huc illuc ducere, Πλάτ. Χαρμ. 174Β˙ π. διάνοια ἐπί τι Γαλην.˙ ― Παθ., Πλάτ. Πρωτ. 352C ἀπό τινος εἴς τι Λογγῖν. 15. 11.
French (Bailly abrégé)
f. περιέλξω, ao. περιεῖλξα, etc.
tirer autour ou en tous sens.
Étymologie: περί, ἕλκω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί («περιέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.)
2. περισπώ, αποσπώ την προσοχή («πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.)
μσν.
μεταστρέφω
αρχ.
1. παρατραβώ, επιμηκύνω
2. ανατρέπω επιχείρημα
3. φρ. «περιέλκειν τοὔνομα» — διασύρω το όνομα, την υπόληψη κάποιου.