πορθμός: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(SL_2) |
(33) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πορθμός]] <br /> <b>a</b> [[ferry]] βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143.<br /> <b>b</b> [[sea]] [[passage]] πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν [[θέναρ]] ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.57) | |sltr=[[πορθμός]] <br /> <b>a</b> [[ferry]] βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143.<br /> <b>b</b> [[sea]] [[passage]] πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν [[θέναρ]] ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.57) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />στενή [[λωρίδα]] θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για να πλεύσουν από μια ευρύτερη θαλάσσια [[περιοχή]] σε [[άλλη]] («ο [[πορθμός]] του Ευρίπου»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διάβαση]] του πορθμού, η [[διαπόρθμευση]]<br /><b>2.</b> η [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[δίοδος]] που οδηγεί [[κάπου]]<br /><b>4.</b> ο [[σωλήνας]] της κλεψύδρας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ εἰς Ἅϊδου [[πορθμός]]» — η [[Στυξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[πείρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πόρ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στα</i>-<i>θμός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (πείρω, πόρος)
A ferry or place crossed by a ferry, strait, narrow sea, π. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Od.4.671; of the straits of Salamis, Hdt.8.76,91; πορθμὸν ἀμείφας Ἕλλας, i.e. the Hellespont, A.Pers.68(lyr.), cf.722,799; π. Σαρωνικός Id.Ag.307; ὁ ἐς Ἀΐδα πορθμός the Styx, E.Hec.1106(lyr.); ὁ π. ὁ περὶ τὴν Σκύλλαν, i.e. the straits of Messina, Pl.Ep.345e, cf. Arist. Mir.834b3, Vent.973b1: hence prov., π. Σικελίας a 'slough of despond', Lib.Ep.221.1. b generally, the sea, Pi.I.4(3).57. 2 any narrow passage, tube, as of the κλεφύδρα 1, Emp.100.10, 17. II crossing by a ferry, passage, S.Tr. 571, E.Hel.532(both pl.); χωρεῖ ὁ π. Macho ap.Ath.8.341c; π. χθονός a passage to it, E.Cyc.108; οὐ πᾶσι π. αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν; Id.Hel.127; τηρήσαντες τὸν π. watching for the opportunity to cross, Th.6.2.
German (Pape)
[Seite 683] ὁ, Ort zur Ueberfahrt (πείρω, wovon es abzuleiten scheint); daher, weil dazu schmale Stellen gewählt werden, Meerenge, ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε, Od. 4, 671. 15, 29; allgemein sagt Pind. πορθμὸν ἁμερώσαις, vom Herakles, der das Meer sicher gemacht, Pind. I. 3, 75; Ἕλλης, der Hellespont, Aesch. Pers. 69. 708;Σαρωνικός, Ag. 298; Soph. Ant. 1131 u. öfter; Eur. u. in Prosa, Her. 8, 76 Thuc. 6, 2 u. A.; Plat. Ep. VII, 345 d; oft bei Pol. – Auch die Ueberfahrt selbst, Soph. Tr. 568.
Greek (Liddell-Scott)
πορθμός: ὁ, (ἴδε ἐν τέλει): μέρος στενὸν θαλάσσης ἑκατέρωθεν ἐχούσης ἤπειρον καὶ χρησιμεῦον πρὸς διαπόρθμευσιν διὰ πορθμείου, μὲ πέραμα, ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 671, Ο. 29· ἐπὶ τῶν στενῶν τῆς Σαλαμῖνος, Ἡρόδ. 8. 76, 91· πορθμὸν ἀμείψας Ἕλλας, δηλ. τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, πρβλ. 722, 799· π. Σαρωνικὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 307· ὁ εἰς Ἅιδου πορθμός, ἡ Στύξ, Εὐρ. Ἑκάβ. 1106· ὁ π. ὁ περὶ τὴν Σκύλλαν, δηλ. τὰ στενὰ τῆς Μεσσήνης, Πλάτ. Ἐπιστ. 345D, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 55, Ἀποσπ. 238· οὕτω, τηρεῖν τὸν π., ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, Θουκ. 6. 2· ― καθόλου, ἡ θάλασσα, Πινδ. Ι. 4. 97 (3. 75). 2) ὁ τῆς κλεψύδρας σωλήν, Ἐμπεδ. 352, 359. ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι διὰ πορθμείου, διάβασις, Σοφ. Τρ. 751, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 532· χωρεῖ ὁ π. Μάχων παρ’ Ἀθην. 341C· π. χθονός, διάβασις, δίοδος ἄγουσα εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Κύκλ. 108· οὐ πᾶσι π. αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 127· πρβλ. νόστος. (Κατ’ ἔκτασιν ἐκ τῆς √ΠΕΡ, πόρος, ἴδε ἐν λ. περάω).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 trajet par eau;
2 détroit, bras de mer.
Étymologie: πείρω.
English (Autenrieth)
(πόρος): strait, sound, Od. 4.67 and Od. 15.29.
English (Slater)
πορθμός
a ferry βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143.
b sea passage πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.57)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για να πλεύσουν από μια ευρύτερη θαλάσσια περιοχή σε άλλη («ο πορθμός του Ευρίπου»
αρχ.
1. η διάβαση του πορθμού, η διαπόρθμευση
2. η θάλασσα
3. δίοδος που οδηγεί κάπου
4. ο σωλήνας της κλεψύδρας
5. φρ. «ὁ εἰς Ἅϊδου πορθμός» — η Στυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. πείρω (πρβλ. πόρ-ος) + επίθημα -θμός (πρβλ. στα-θμός)].