προχέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(SL_2)
(35)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[προχέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pour]] [[out]] ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι [[ῥόον]] καπνοῦ [[αἴθων]] (P. 1.22) Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν (P. 10.56)
|sltr=[[προχέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pour]] [[out]] ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι [[ῥόον]] καπνοῦ [[αἴθων]] (P. 1.22) Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν (P. 10.56)
}}
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[προχεύω]], ΜΑ [[χέω</i>, [[χεύω]]]]<br />[[χύνω]], [[εκβάλλω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] (α. «[[αἷμα]] προχυθέν», Δίων Κάσσ.<br />β. «σπονδὰς προχέαντες», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «προχέειν [[ῥόον]] εἰς ἅλα δῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) (για [[πλήθος]] ανθρώπων) ξεχύνομαι, [[καλύπτω]] [[έκταση]] («ἐς [[πεδίον]] προχέοντο», <b>Ομ.</b> Ιλ)<br />β) [[βγάζω]] [[φωνή]], [[εκφωνώ]] και ακούγεται η [[φωνή]] μου (α. «προχεόντων ὄπα γλυκεῑαν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «προχέειν λίγειαν ὀμφήν», Ανακρεόντ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προχέομαι</i><br />[[προεξέχω]] («τὰς προκεχυμένας ἄκρας», Φίλ.).
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχέω Medium diacritics: προχέω Low diacritics: προχέω Capitals: ΠΡΟΧΕΩ
Transliteration A: prochéō Transliteration B: procheō Transliteration C: procheo Beta Code: proxe/w

English (LSJ)

   A pour forth or forward, π. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, of a river, Il. 21.219, cf. h.Ap.241; ποταμοὶ δ' ἁμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ Pi.P.1.22; πρὶς ὕδατος προχέειν pour in three parts of water first, Hes.Op.596; σπονδὰς προχέαντες Hdt.7.192; πλημοχόας Critias 17D.: metaph., π. ὄπα γλυκεῖαν Pi.P.10.56, cf.IG3.713.4; λίγειαν ὀμφήν Anacreont.41.10:—Pass., pour on or forth, metaph. of large bodies of men pouring over a plain, ἐς πεδίον προχέοντο Il.2.465, cf. 15.360, 21.6, A.R.1.635, etc.; θυσία . . προχυθεῖσα cj. in E.Fr.912.5 (anap.); προχεῖται τὰ λεγόμενα Longin.19; τὰς προκεχυμένας ἄκρας far-projecting, Ph.1.14: later in literal sense, ἵδρωτες προχυθήσονται Antyll. ap. Aët.9.40; αἷμα προχυθέν D.C.42.26, cf. Opp.C.2.39.

German (Pape)

[Seite 799] (s. χέω), hervor- oder herausgießen, herausfließen lassen, ergießen; οὐδέ τί πη δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, Il. 21, 219, sagt der Flußgott; H. Apoll. 241; τρὶς ὕδατος προχέειν, vorher dreimal vom Wasser ausgießen, Hes. O. 958, wie Pind. P. 1, 22, der auch vrbdt ὄπα προχεόντων ἐμάν, 10, 56, wie ἀοιδήν, Gesang ergießen, v. l., Hes. Th. 83, wie λίγειαν ὀμφάν Anacr. 41, 11; σπονδὰς προχέας, Trankopfer ausgießen, Her. 7, 192; Sp., πολλοὺς ἀμφορέας τῶν βωμῶν προχέων, vor den Altären ausgießen, Hdn. 5, 5, 16. – Uebtr. von großen Menschenschaaren, die sich über ein Gefilde hin verbreiten, im med., τῶν ἔθνεα πολλὰ ἐς πεδίον προχέοντο Il. 2, 465, φαλαγγηδόν 15, 360, πεφυζότες 21, 6; – προχεὑμενος steht Opp. Cyn. 2, 39.

Greek (Liddell-Scott)

προχέω: μέλλ. -χεῶ, χέω πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 219, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 241· οὕτω, ποταμοὶ δ’ ἀμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ (περὶ τῆς Αἴτνης) Πινδ. Π. 1. 43· τρὶς ὕδατος προχέειν, ἐμβάλλειν πρῶτον τρία μέρη ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594· σπονδὰς προχέαι Ἡρόδ. 7. 192, Κριτίας 17· - μεταφορ., πρ. ἀοιδὴν διάφ. γραφ. Ἡσ. Θεογ. 83· ὄπα γλυκεῖαν Πινδ. Π. 10. 87, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 401· λίγειαν ὀμφὴν Ἀνακρεόντ, 41. 11· πρβλ. χέω·-Παθ., ἐκχέομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, «χύνομαι». ἐπὶ μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ἐκχυνομένων ἐπὶ πεδιάδος καὶ καλυπτόντων αὐτήν, ἐς πεδίον προχέοντο Ἰλ. Β. 465, πρβλ. Ο. 360., Φ. 6· θυσία… προχυθεῖσα Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἡ κυριολεκτικὴ σημασ. τοῦ παθ. ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ὀππ. Κυν. 2. 39, Δίων Κ., κτλ.· προχεῖται τὰ λεγόμενα Λογγῖν. 19· ― τὰς προκεχυμένας ἄκρας, τὰς μακρὰν προεκτεινομένας, Φίλων 1. 14. Πρβλ. προρέω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. προχεῶ, ao. inf. προχέαι;
Pass. ao. part. προχυθείς, pf. part. προκεχυμένος;
répandre, verser, épancher en avant : ῥόον εἰς ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;
Moy. προχέομαι (impf. 3ᵉ pl. προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : ἐς πεδίον IL dans une plaine.
Étymologie: πρό, χέω.

English (Autenrieth)

pass. ipf. προχέοντο: pour forth; met., Il. 2.465, etc. (Il.)

English (Slater)

προχέω
   1 pour out ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22) Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν (P. 10.56)

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. προχεύω, ΜΑ [[χέω, χεύω]]
χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός (α. «αἷμα προχυθέν», Δίων Κάσσ.
β. «σπονδὰς προχέαντες», Ηρόδ.
γ. «προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μτφ. α) (για πλήθος ανθρώπων) ξεχύνομαι, καλύπτω έκταση («ἐς πεδίον προχέοντο», Ομ. Ιλ)
β) βγάζω φωνή, εκφωνώ και ακούγεται η φωνή μου (α. «προχεόντων ὄπα γλυκεῑαν», Πίνδ.
β. «προχέειν λίγειαν ὀμφήν», Ανακρεόντ.)
3. παθ. προχέομαι
προεξέχω («τὰς προκεχυμένας ἄκρας», Φίλ.).