σεβάσμιος: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.<br />'''Étymologie:''' [[σεβασμός]]. | |btext=ος, ον :<br />digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.<br />'''Étymologie:''' [[σεβασμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[σεβάσμιος]], -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. [[σεβάσμεια]] και σεβασμεῑα Α [[σεβασμός]]<br />[[άξιος]] σεβασμού, [[σεβαστός]] («[[σεβάσμιος]] [[γέροντας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσφώνηση]] του προϊσταμένου τεκτονικής στοάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[επίκληση]] ή [[επώνυμο]] Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο [[Αύγουστος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σεβάσμιον</i> ο [[σεβασμός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σεβάσμια</i> και [[σεβάσμεια]] και <i>σεβασμεῑα</i><br />αγώνες [[προς]] τιμήν του αυτοκράτορα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σεβάσμιος]] [[ὅρκος]]» — όρκος που δινόταν στο όνομα του αυτοκράτορα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεβασμίως</i> ΝΑ, και <i>σεβάσμια</i> Ν<br />με σεβασμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 867] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie σεβαστός für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = σέβασις, id. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σεβάσμιος: -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. ὡσαύτως ος, α, ον· (σέβας)· - σεβαστός, ἄξιος σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., σέβας πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίκλησις ἢ ἐπώνυμον, οἷον Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. Σεβαστεῖον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.
Étymologie: σεβασμός.
Greek Monolingual
-α, -ο / σεβάσμιος, -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α σεβασμός
άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας»)
νεοελλ.
προσφώνηση του προϊσταμένου τεκτονικής στοάς
αρχ.
1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο Αύγουστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεβάσμιον ο σεβασμός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σεβάσμια και σεβάσμεια και σεβασμεῑα
αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα
4. φρ. «σεβάσμιος ὅρκος» — όρκος που δινόταν στο όνομα του αυτοκράτορα.
επίρρ...
σεβασμίως ΝΑ, και σεβάσμια Ν
με σεβασμό.