σπατάλη: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> délice ; mollesse, luxe ; mets délicat;<br /><b>2</b> ornement (bracelet, anneau, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> délice ; mollesse, luxe ; mets délicat;<br /><b>2</b> ornement (bracelet, anneau, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />υπερβολική [[δαπάνη]], [[χρησιμοποίηση]] ή [[ανάλωση]] [[χωρίς]] [[μέτρο]], [[χωρίς]] [[φειδώ]] (α. «η [[σπατάλη]] του δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> άσκοπη και απερίσκεπτη [[χρήση]] ή [[ανάλωση]] (α. «[[σπατάλη]] χρόνου» β. «[[σπατάλη]] δυνάμεων»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> άμετρη και αλόγιστη καταδαπάνηση οικονομικών πόρων, εξαιτίας της οποίας διακινδυνεύεται η [[διατροφή]] προσώπων νομικά εξαρτημένων από τον σπάταλο ή πιθανολογείται [[διασπάθιση]] μέλλουσας κληρονομιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άσωτη, ακόλαστη ζωή<br /><b>2.</b> (ειδικά) α) υπερπολυτελές [[γεύμα]] («ἢ χορτασθείην της [[παρά]] σοι σπατάλης», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) υπερπολυτελές [[κόσμημα]] («ταρσών [[χρυσοφόρος]] [[σπατάλη]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, αβέβαιης ετυμολ., με [[επίθημα]] -<i>άλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κραιπ</i>-<i>άλη</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το ρ. [[σπάω]] με τη σημ. «ρουφώ, [[απομυζώ]]» (για το σπάνιο θ. <i>σπατ</i>- του [[σπάω]] <b>πρβλ.</b> [[σπατίζω]] «[[μυζώ]], [[βυζαίνω]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτᾰλη Medium diacritics: σπατάλη Low diacritics: σπατάλη Capitals: ΣΠΑΤΑΛΗ
Transliteration A: spatálē Transliteration B: spatalē Transliteration C: spatali Beta Code: spata/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A wantonness, luxury, LXX Si.27.13, AP11.17 (Nicarch.); χρυσομανὴς σ. ib.5.301.2 (Agath.); of a dainty feast, Luc.Epigr.50, AP7.206 (Damoch.); of ornaments, ταρσῶν χρυσοφόρος σ., i.e. anklets, ib.5.26 (Rufin.), cf. 270 (Maced.).    II bracelet, SIG1184.1 (Cnidus, iii B.C.), cf. AP6.74 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, Schwelgerei, Luxus, bes. im Essen und Trinken; χρυσομανής, Agath. 3 (V, 302); χεῖρα περισφίγξω χρυσοδέτῳ σπατάλῃ, Armband, 27 (VI, 74), vgl. σπατάλιον; χρυσοφόρος ταρσῶν, Rufin. 37 (V, 27), ein Schmuck der Füße.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτάλη: ἡ, ἀκολασία, ἀσωτία, δαπάνη ὑπερβολική, Ἀνθ. Π. 11. 17, Ἐβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 13)· ἐπὶ συμποσίου πλήρους ἡδυσμάτων, Ἀνθ. Π. 7. 206., 11. 402· ἐπὶ κοσμημάτων, χρυσομανὴς σπ. αὐτόθι 5. 302· χρυσόδετος σπ., δηλ. ψέλλιον, αὐτόθι 5. 27, πρβλ. 271. (Ἐντεῦθεν καὶ σπαταλάω, σπατάλημα, σπατάλιον, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délice ; mollesse, luxe ; mets délicat;
2 ornement (bracelet, anneau, etc.).
Étymologie: σπάω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη του δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη δυνάμεων»)
2. (νομ.) άμετρη και αλόγιστη καταδαπάνηση οικονομικών πόρων, εξαιτίας της οποίας διακινδυνεύεται η διατροφή προσώπων νομικά εξαρτημένων από τον σπάταλο ή πιθανολογείται διασπάθιση μέλλουσας κληρονομιάς
αρχ.
1. άσωτη, ακόλαστη ζωή
2. (ειδικά) α) υπερπολυτελές γεύμα («ἢ χορτασθείην της παρά σοι σπατάλης», Ανθ. Παλ.)
β) υπερπολυτελές κόσμημα («ταρσών χρυσοφόρος σπατάλη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -άλη (πρβλ. κραιπ-άλη). Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από το ρ. σπάω με τη σημ. «ρουφώ, απομυζώ» (για το σπάνιο θ. σπατ- του σπάω πρβλ. σπατίζω «μυζώ, βυζαίνω»)].