σπερματισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_15)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπερμᾰτισμός''': ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, [[ὁπόθεν]] ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ [[αὐτόθι]] 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι [[δέον]] νὰ παρεμβληθῇ ἡ [[πρόθεσις]] [[πρός]]. ΙΙ. [[συνουσία]], σαρκικὴ [[μῖξις]], Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23).
|lstext='''σπερμᾰτισμός''': ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, [[ὁπόθεν]] ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ [[αὐτόθι]] 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι [[δέον]] νὰ παρεμβληθῇ ἡ [[πρόθεσις]] [[πρός]]. ΙΙ. [[συνουσία]], σαρκικὴ [[μῖξις]], Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> γενετική [[θεωρία]] που αποδίδει στο [[σπέρμα]] του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου<br /><b>μσν.</b><br />[[γονιμοποίηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παραγωγή]] σπέρματος (α. «τὸ [[δένδρον]] οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.<br />β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπερματίζω]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spermatism</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτισμός Medium diacritics: σπερματισμός Low diacritics: σπερματισμός Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: spermatismós Transliteration B: spermatismos Transliteration C: spermatismos Beta Code: spermatismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A production of seed, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ. (sc. τὰ λάχανα) Thphr.HP7.5.3, cf. 7.4.3.    II copulation, LXX Le.18.23.

German (Pape)

[Seite 920] ὁ, das Auslassen des Saamens; bei Theophr. οἱ σπ. = die aus Saamen gezogenen Pflanzen, welche nachher verpflanzt werden.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτισμός: ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, ὁπόθεν ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ αὐτόθι 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι δέον νὰ παρεμβληθῇ ἡ πρόθεσις πρός. ΙΙ. συνουσία, σαρκικὴ μῖξις, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου
μσν.
γονιμοποίηση
μσν.-αρχ.
1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.
β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)
2. η εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatism].