σύκινος: Difference between revisions
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> de figuier ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> mou comme du bois de figuier;<br /><b>2</b> perfide, traître;<br /><b>II.</b> préparé avec des figues (vin).<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]]. | |btext=η, ον :<br /><b>I.</b> de figuier ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> mou comme du bois de figuier;<br /><b>2</b> perfide, traître;<br /><b>II.</b> préparé avec des figues (vin).<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συκιά]] ή αυτός που προέρχεται από τη [[συκιά]], συκήσιος («σύκινον [[ξύλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («[[πώμα]] σύκινον» — [[ποτό]] ή [[κρασί]] από σύκα, [[αφέψημα]] σύκων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]], [[ανίκανος]], [[μηδαμινός]] («[[σύκινος]] [[σοφιστής]]», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[σύκινος]] [[καρπὸς]]» — η [[συγκομιδή]] τών σύκων <b>πάπ.</b><br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «συκίνη [[ἐπικουρία]]» — ασήμαντη, [[ανωφελής]] [[βοήθεια]] (<b>Ησύχ.</b>)<br />β) «συκίνη [[μάχαιρα]]» — [[συκοφαντία]] (<b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of the figtree, σ. ξύλον fig-wood, Hp.Ulc.12, Ar.V.145 (where reference is made to the pungent smoke produced by burning it, cf. Arist.Fr.227, Thphr. Ign.72); κλῳὸς σ. Ar.V.897; τορύνη Pl.Hp.Ma.290d sq.; σύκινα Χῖα Chian fig-trees, PCair.Zen.33.12 (iii B.C.): the wood of the fig was proverbially cheap and useless, Zen.3.44, Sch.Ar.Pl.947: hence, 2 metaph., σ. ἄνδρες worthless, good-for-nothing fellows, Theoc.10.45; σ. σοφιστής Antiph.122.4; prov., σ. ἐπικουρία, of feeble, useless help, Hsch. (v. σκύτινος) ; σ. γνώμη Luc.Ind.6; σ. σύζυγος a false, treacherous comrade, with a play on συκοφαντικός, Ar.Pl.946. II of figs, πῶμα σ. fig-wine, Plu.2.752b; ὁ σ. καρπός the fig-harvest, PCair.Zen.354.20 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 973] vom Feigenbaume od. von Feigen gemacht; πόμα, ein Trank von abgekochten Feigen, Plut. amat. 5; ξύλον, Holz vom Feigenbaume, Ar. Vesp. 145 Plat. Hipp. mai. 291 c, das weich und schwammig, und deshalb nicht zu gebrauchen ist. – Dah. übertr. = unbrauchbar, untauglich, schwach, σύκινος ἀνήρ, schwacher, feiger Mensch, Ar. Plut. 946, wo der Schol. zu vgl., der ἀσθενής erklärt, aber auch eine Anspielung auf συκοφάντης darin findet; Theocr. 10, 43; γνώμη, schwacher Verstand, Luc. adv. ind. 6; ἐπικουρία, schwache Hülfe, Schol. Ar. Lys. 110.
Greek (Liddell-Scott)
σύκῐνος: -η, -ον, (σῦκον) ὁ ἐκ συκῆς, κοινῶς «συκένιος», σ. ξύλον Ἀριστοφ. Σφ. 145 (ἔνθα γίνεται λόγος περὶ τοῦ δριμέος καπνοῦ ὃν παράγει καιόμενον)· κλῳὸς σ. αὐτόθι 897· τορύνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D κἑξ.· ― τὸ ξύλον τῆς συκῆς ὡς σπογγῶδες ἦτο παροιμιωδῶς ἄχρηστον (τὸ τοῦ Ὁρατίου inutile Iignum), Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Πυρὸς 72, Πλούτ., κλπ.· ― ἐντεῦθεν, 2) μεταφορ., σύκινοι ἄνδρες, ἀνάξιοι, μηδαμινοί, Θεόκρ. 10. 45· σ. σοφιστὴς Ἀντιφάνης ἐν «Κλεοφάνει» 1. 4· παροιμ., συκίνη (νῦν σκυτίνη) ἐπικουρία, ἐπὶ ἀχρήστου, ἀνωφελοῦς βοηθείας, Ἡσύχ.· σ. γνώμη Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6· οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 946, ἐὰν δὲ σύζυγον λάβω τινὰ καὶ σύκινον, ἐὰν δὲ λάβω τινὰ σύντροφον ἀκόμη καὶ ἐκ ξύλου συκῆς, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφαντικός. ΙΙ. ὁ ἐκ σύκων, πόμα σ., οἶνος ἢ ποτὸν ἐκ σύκων, Πλούτ. 2. 752Β. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 315.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
I. de figuier ; fig. :
1 mou comme du bois de figuier;
2 perfide, traître;
II. préparé avec des figues (vin).
Étymologie: συκῆ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύκινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκιά ή αυτός που προέρχεται από τη συκιά, συκήσιος («σύκινον ξύλον», Ιπποκρ.)
2. αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («πώμα σύκινον» — ποτό ή κρασί από σύκα, αφέψημα σύκων, Πλούτ.)
αρχ.
1. μτφ. (για πρόσ.) ανάξιος, ανίκανος, μηδαμινός («σύκινος σοφιστής», Αντιφάν.)
2. φρ. «ὁ σύκινος καρπὸς» — η συγκομιδή τών σύκων πάπ.
3. παροιμ. φρ. α) «συκίνη ἐπικουρία» — ασήμαντη, ανωφελής βοήθεια (Ησύχ.)
β) «συκίνη μάχαιρα» — συκοφαντία (Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].