συμπαρακομίζω: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=amener avec soi le long de la côte (des navires) acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακομίζω]]. | |btext=amener avec soi le long de la côte (des navires) acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακομίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] («νομίσας [[πάντα]] ὕστερα [[εἶναι]] τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. <i>πρὸς τὴν [[ἀκτήν]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπαρακομίζομαι</i><br />[[βοηθώ]] σε [[μεταφορά]], σε [[μετακόμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακομίζω]] «[[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] («νομίσας [[πάντα]] ὕστερα [[εἶναι]] τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. <i>πρὸς τὴν [[ἀκτήν]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπαρακομίζομαι</i><br />[[βοηθώ]] σε [[μεταφορά]], σε [[μετακόμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακομίζω]] «[[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] («νομίσας [[πάντα]] ὕστερα [[εἶναι]] τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. <i>πρὸς τὴν [[ἀκτήν]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπαρακομίζομαι</i><br />[[βοηθώ]] σε [[μεταφορά]], σε [[μετακόμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακομίζω]] «[[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
A bring along the coast with one, τὰς ναῦς, of a naval commander, Th.8.41:—Pass., of the ships, ib.39. II Med., assist in convoying, D.S.3.21.
German (Pape)
[Seite 984] mit od. zugleich nebenbei führen, Thuc. 8, 39. 41. – Med., D. Sic. 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακομίζω: παρακομίζω ὁμοῦ, ὁδηγῶ ὁμοῦ παραπλεύρως (πρὸς τὴν ἀκτήν), τὰς ναῦς, ἐπὶ ναυάρχου, Θουκ. 8. 41· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῶν πλοίων, αὐτόθι 39. ΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς μετακόμισιν, Διόδ. 3. 21.
French (Bailly abrégé)
amener avec soi le long de la côte (des navires) acc..
Étymologie: σύν, παρακομίζω.
Greek Monolingual
Α
1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν», Θουκ.)
2. μέσ. συμπαρακομίζομαι
βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακομίζω «οδηγώ, συνοδεύω»].
Greek Monolingual
Α
1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν», Θουκ.)
2. μέσ. συμπαρακομίζομαι
βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακομίζω «οδηγώ, συνοδεύω»].