τῆθος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(Autenrieth)
(41)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εος: [[oyster]], pl. Il. 16.747†.
|auten=εος: [[oyster]], pl. Il. 16.747†.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[μαλάκιο]] [[τηθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. <i>τήθεα</i>, ο [[οποίος]] αντιστοιχεί σε εν. [[τῆθος]] και [[τήθεον]]. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>τήθεα</i> και [[τήθεον]] έχουν σχηματιστεί με υστερογενή [[εξέλιξη]] από τον τ. [[τήθυον]], ο [[οποίος]], [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, έχει προέλθει από τ. <i>θή</i>-<i>θυον</i> (με [[ανομοίωση]] του πρώτου δασέος συμφώνου), σύνθ. από τους τ. [[θῆσαι]] «[[θηλάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[θύον]] (<b>πρβλ.</b> [[θύλακος]], <b>βλ.</b> και [[γήθυον]] / [[γηθυλλίς]]). Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στην [[αρχαιότητα]] του ομηρ. τ. <i>τήθεα</i>, ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[αρχικός]]. Από την [[οικογένεια]] αυτή, [[τέλος]], έχει προέλθει πιθ. ως [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] η ονομ. της θεότητας [[Τηθύς]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῆθος Medium diacritics: τῆθος Low diacritics: τήθος Capitals: ΤΗΘΟΣ
Transliteration A: tē̂thos Transliteration B: tēthos Transliteration C: tithos Beta Code: th=qos

English (LSJ)

εος, τό,

   A = τήθυον; sg. τῆθος is used by Ath. in citing Arist. Fr.304; pl. τήθη Nic.Al.396, Poll.6.47: for τήθεα v. τήθυον. (τῆθος was perh. a back-formation (originally Ion.) from τήθεα, τηθέων, which were forms of τήθυον, q.v.)

German (Pape)

[Seite 1105] εος, τό, die Auster; τήθεα διφῶν, Il. 16, 147; vgl. Ath. III, 88.

Greek (Liddell-Scott)

τῆθος: -εος, τό, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., τήθεα διφῶν, ἐρευνῶν, ζητῶν τήθεα, Ἰλ. Π. 747, - ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ὄστρεα, πρβλ. τήθυον, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
huître.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

εος: oyster, pl. Il. 16.747†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το μαλάκιο τηθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη από τον τ. τήθυον, ο οποίος, κατά την άποψη αυτή, έχει προέλθει από τ. θή-θυον (με ανομοίωση του πρώτου δασέος συμφώνου), σύνθ. από τους τ. θῆσαι «θηλάζω» + θύον (πρβλ. θύλακος, βλ. και γήθυον / γηθυλλίς). Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει στην αρχαιότητα του ομηρ. τ. τήθεα, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί αρχικός. Από την οικογένεια αυτή, τέλος, έχει προέλθει πιθ. ως υποχωρητικός σχηματισμός η ονομ. της θεότητας Τηθύς.