χερσεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> rester en friche, être inculte, être stérile;<br /><b>2</b> se fixer <i>ou</i> vivre sur la terre ferme;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> laisser en friche ; <i>Pass.</i> rester en friche, être inculte.<br />'''Étymologie:''' [[χέρσος]].
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> rester en friche, être inculte, être stérile;<br /><b>2</b> se fixer <i>ou</i> vivre sur la terre ferme;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> laisser en friche ; <i>Pass.</i> rester en friche, être inculte.<br />'''Étymologie:''' [[χέρσος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[χέρσος]]<br />(το παθ.) <i>χερσεύομαι</i><br />μεταβάλλομαι σε χέρσο, [[γίνομαι]] [[ξερός]] και [[άγονος]], χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.<br />β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω ή βρίσκομαι στη [[στεριά]] («[[χελώνη]] μὴ δυναμένη χερσεύειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χέρσος]], [[άγονος]] (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῡν δὲ χερσεύοντες», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[περιοχή]]) [[εγκαταλείπω]] ώστε να χερσώσει.
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσεύω Medium diacritics: χερσεύω Low diacritics: χερσεύω Capitals: ΧΕΡΣΕΥΩ
Transliteration A: cherseúō Transliteration B: cherseuō Transliteration C: cherseyo Beta Code: xerseu/w

English (LSJ)

intr.,

   A abide on dry land, live or lie thereon, S.Fr.321, E.Fr.636, Plu.2.982b.    2 to be dry land, opp. ἔνυδρος εἶναι, Arist.Mete.352a23.    b lie waste or barren, X.Oec. 5.17, 16.5.    II Pass., to be left as dry land, opp. πλωτὰ εἶναι, Arist.Mete.353a25 (v.l. -εύει).    III make or leave barren, PTeb.61 (b).114, 74.29 (ii B. C.):—Pass., to be made, become barren, Plu.2.2d, Epist.Philipp. in IG9(2).517.30 (Larissa, iii B. C.), PTeb.61 (b).144, 202, al. (ii B. C.), BGU1120.31 (i B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1351] 1) intrans., a) wüst od. öde liegen, unbekannt oder unfruchtbar sein, Xen. oec. 5, 17. 16, 5. – b) sich auf dem festen Lande aufhalten, darauf leben, Plut. sol. an. 33; auch aus dem Wasser aufs feste Land gehen, Philostr. – 2) trans., öde, leer machen, verwais't machen, Eur. frg. Polyid. 1, 3; pass. unfruchtbar werden, verwildern, Plut. De educ. lib. 4.

Greek (Liddell-Scott)

χερσεύω: ἀμεταβ., ζῶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ζῶ ἢ κεῖμαι ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν πολὺν χρόνον Πλούτ. 2. 982Β. 2) εἶμαι ξηρὰ γῆ, ἀντίθετ. τῷ ἔνυδρος εἶναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 13· - κεῖμαι ἔρημος ἢ ἄγονος, μένω χέρσος, ἀκαλλιέργητος, ὅπου δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι Ξεν. Οἰκ. 5, 17., 16, 5. ΙΙ. μεταβ., ἀφίνω ὡς ξηράν. - Παθ., μένω ὡς ξηρά· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλωτὰ γενέσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 27. 2) κάμνω τι ξηρὸν καὶ ἄγονον. - Παθ., γίνομαι οὕτω, Πλούτ. 2. 2D.

French (Bailly abrégé)

I. intr. :
1 rester en friche, être inculte, être stérile;
2 se fixer ou vivre sur la terre ferme;
II. tr. laisser en friche ; Pass. rester en friche, être inculte.
Étymologie: χέρσος.

Greek Monolingual

ΜΑ χέρσος
(το παθ.) χερσεύομαι
μεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.
β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», Πλούτ.)
αρχ.
1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριάχελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν», Πλούτ.)
2. (για περιοχή) είμαι ή γίνομαι χέρσος, άγονος (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῡν δὲ χερσεύοντες», Αριστοτ.
β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)
3. (σχετικά με περιοχή) εγκαταλείπω ώστε να χερσώσει.