ὑπεράνω: Difference between revisions
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(T22) |
(43) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[ὑπέρ]] and [[ἄνω]]), adverb, [[above]]: τίνος (cf. Winer's Grammar, § 54,6), [[above]] a [[thing]] — of [[place]], Sept.; ([[Aristotle]]), [[Polybius]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, Aelian, others (Winer s Grammar, § 50,7 Note 1; Buttmann, § 146,4).) | |txtha=([[ὑπέρ]] and [[ἄνω]]), adverb, [[above]]: τίνος (cf. Winer's Grammar, § 54,6), [[above]] a [[thing]] — of [[place]], Sept.; ([[Aristotle]]), [[Polybius]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, Aelian, others (Winer s Grammar, § 50,7 Note 1; Buttmann, § 146,4).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπεράνω]] ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[πάνω]] από [[κάτι]], υψηλότερα από [[κάτι]] (α. «[[υπεράνω]] της στέγης του ναού» β. «[[ὑπεράνω]] τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ [[φλέψ]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παραπάνω]], σε μεγαλύτερη [[υπόληψη]] (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του [[υπεράνω]] του συμφέροντός του» β. «ποιεῑν τι ἤ τινα [[ὑπεράνω]] τινός»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> παλαιότερα, πολύ [[παλιά]] («ἐκ τῶν [[ὑπεράνω]] χρόνων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) ανωτέρω, [[παραπάνω]] («ψηφίσματα [[ὑπεράνω]] γεγραμμένα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπεράνω]] γίγνομαί τινος» — [[αποκτώ]] πλεονεκτική [[θέση]], [[υπερτερώ]], [[υπερνικώ]] <b>(Τελ.)</b><br />β) «oἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί» — υπερβολικές, [[πάρα]] πολλές επαναλήψεις (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄνω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A above, opp. ὑποκάτω, SIG588.31 (Milet., ii B. C.); οἰκεῖν Luc.DDeor.4.2, etc.; above the horizon, Euc.Phaen.p.8 M.: mostly c. gen., ὑ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλέψ] Arist.HA 513b32, cf. PSI6.631.6 (iii B. C.), LXX Ez.43.15, al.; ὑ. γίγνεσθαί τινος to get the upper hand of, Telesp.44 H., Plu.2.10b, Phld.Mort.34; ὑ. τεθεῖσθαι πάντων Id.Piet.102; ποιεῖν or ποιεῖσθαί τινα or τι ὑ. τινός, Plu.2.98e, 6b; πάντων ὑ. ποιεῖν act more nobly than all others, D.L. 7.128. 2 οἱ ὑ. πλεονασμοί excessive repetitions, Plb.12.24.1; but μίαν ὑ. ποιότητα one supreme quality, Meno Iatr.14.18. 3 of time, further back, ἐκ τῶν ὑ. χρόνων SIG742.58 (Ephesus, i B. C.). 4 above, in a document, [ψηφίσματα] ὑ. γεγραμμένα ib.591.2 (Lampsacus, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1191] oben darüber; ὑπεράνω γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράνω: [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν ὑπεράνω λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ ἔλαιον ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, νικᾶν τι, τῆς ὀργῆς ὑπεράνω γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς αὐτόθι 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) αὐτάρκης ἐστὶν ἡ μεγαλοψυχία πρὸς τὸ πάντων ὑπεράνω ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait au-dessus : ὑπεράνω γίγνεσθαι PLUT l’emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν ou ποιεῖσθαί τινα ὑπεράνω τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.
Étymologie: ὑπέρ, ἄνω².
English (Strong)
from ὑπέρ and ἄνω; above upward, i.e. greatly higher (in place or rank): far above, over.
English (Thayer)
(ὑπέρ and ἄνω), adverb, above: τίνος (cf. Winer's Grammar, § 54,6), above a thing — of place, Sept.; (Aristotle), Polybius, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others (Winer s Grammar, § 50,7 Note 1; Buttmann, § 146,4).)
Greek Monolingual
ὑπεράνω ΝΜΑ
επίρρ.
1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω της στέγης του ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.)
2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω του συμφέροντός του» β. «ποιεῑν τι ἤ τινα ὑπεράνω τινός»)
αρχ.
1. μτφ. παλαιότερα, πολύ παλιά («ἐκ τῶν ὑπεράνω χρόνων», επιγρ.)
2. (σχετικά με κείμενο) ανωτέρω, παραπάνω («ψηφίσματα ὑπεράνω γεγραμμένα», επιγρ.)
3. φρ. α) «ὑπεράνω γίγνομαί τινος» — αποκτώ πλεονεκτική θέση, υπερτερώ, υπερνικώ (Τελ.)
β) «oἱ ὑπεράνω πλεονασμοί» — υπερβολικές, πάρα πολλές επαναλήψεις (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄνω].