τηλεθάω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés.</i> τηλεθάων <i>et d’ord. épq.</i> [[τηλεθόων]], όωσα;<br />pousser avec force, être luxuriant, abondant, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' p. *ταλθάω, de la R. Θαλ, pousser, croître.
|btext=<i>seul. part. prés.</i> τηλεθάων <i>et d’ord. épq.</i> [[τηλεθόων]], όωσα;<br />pousser avec force, être luxuriant, abondant, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' p. *ταλθάω, de la R. Θαλ, pousser, croître.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για δένδρα και φυτά) [[θάλλω]], [[ακμάζω]], [[είμαι]] [[γεμάτος]] φύλλα, [[άνθη]] ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ακμαίος]], [[γεμάτος]] [[ζωντάνια]] («παῑδας...τηλεθάοντας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[πλούσιος]], [[άφθονος]] («χαίτην τηλεθόωσαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>θηλ</i>- του παρακμ. <i>τέ</i>-<i>θηλ</i>-<i>α</i> του [[θάλλω]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>εθά</i>-<i>ω</i> και [[ανομοίωση]] τών δασέων: <i>τηλ</i>-<i>εθά</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλ</i>-<i>εθά</i>-<i>ω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τάφος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θαφ</i>-)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεθάω Medium diacritics: τηλεθάω Low diacritics: τηλεθάω Capitals: ΤΗΛΕΘΑΩ
Transliteration A: tēletháō Transliteration B: tēlethaō Transliteration C: tilethao Beta Code: thleqa/w

English (LSJ)

lengthd. for θάλλω (cf. τέθηλα, θηλέω, θαλέθω), used only in pres., and (exc. in Theoc.Ep.4.6, and late Ep., as D.P. 836) only in part.,

   A luxuriant, flourishing, ὕλη τηλεθόωσα Il.6.148; ἔρνος τηλεθάον 17.55; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.11.590; δένδρεα τηλεθόωντα 7.114: metaph., παῖδες τηλεθάοντες blooming sons, Il.22. 423; χαίτη τηλεθόωσα luxuriant hair, 23.142; ἄστεα τηλεθάοντα Emp. 112.7: c. dat., κισσὸς ἄνθεσι τ. blooming with flowers, h.Hom.7.41.

German (Pape)

[Seite 1106] verlängerte Form für θάλλω (aus τέθηλα für θηλετάω), nur episch und nur im partic. praes., τηλεθάων oder τηλεθόων, reichlich grünend, blühend; mit ἐριθηλής vrbdn, Il. 17, 55 ἐριθηλὲς ἔρνος ἐλαίης, καλὸν τηλεθάον; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od. 7, 116. 11, 590; δένδρεα τηλεθόωντα Od. 7, 114. 13, 196; ὕλη τηλεθόωσα Iliad. 6, 148 Od. 5, 63; in der Iliad. auch χαίτην τηλεθόωσαν, volles Haar, 23, 142, u. παῖδας τηλεθάοντας (wo auch τηλεθόωντας stehen könnte), 22, 423; wovon strotzen, τινί, H. h. 6, 41.

Greek (Liddell-Scott)

τηλεθάω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ θάλλω (πρβλ. τέθηλα, θηλέω, θαλέθω), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστώτα καὶ (πλὴν ἐν Θεοκρ. Ἐπιγραμμ. 4. 6, καὶ μεταγεν. Ἐπικ.) μόνον κατὰ μετοχ. τηλεθάων ἢ -όων, θάλλω, εἶμαι ἐν πλήρει ἀνθήσει, ἀκμάζω, εἶμαι εὐθαλής, ὕλη τηλεθόωσα Ἰλ. Ζ. 148· ἔρνος τηλεθάον Ρ. 55· ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Ὀδ. Ε. 63· δένδρεα τηλεθόωντα Η. 114· μεταφ., παῖδες τηλεθάοντες (-όωντες;), θαλεροί, ἀκμαῖοι, Ἰλ. Χ. 423· χαίτη τηλεθόωσα, ἄφθονος, ἀνθηρά, Ψ. 142· ἄστεα τηλεθάοντα, ἀκμάζοντα, Ἐμπεδ. 403· - μετὰ δοτ., κισσὸς ἄνθεσι τ., πλήρης ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. 6. 41.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. τηλεθάων et d’ord. épq. τηλεθόων, όωσα;
pousser avec force, être luxuriant, abondant, vigoureux.
Étymologie: p. *ταλθάω, de la R. Θαλ, pousser, croître.

Greek Monolingual

Α
1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ.
γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ. Ιλ.)
β) πλούσιος, άφθονος («χαίτην τηλεθόωσαν», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. θηλ- του παρακμ. τέ-θηλ-α του θάλλω με εκφραστικό επίθημα -εθά-ω και ανομοίωση τών δασέων: τηλ-εθά-ω < θηλ-εθά-ω (πρβλ. τάφος < θ. θαφ-)].