αυτοκράτορας: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -τειρα, και -τόρισσα, η (AM [[αὐτοκράτωρ]], ο, [[αὐτοκράτειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[μόνος]] [[κυρίαρχος]], ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο [[αυτοκρατορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή πόλεις) [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>4.</b> (για νέους) [[έφηβος]]<br /><b>5.</b> «[[αυτοκρατής]]» — [[κυρίαρχος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], [[κατηγορηματικός]]<br /><b>7.</b> ο [[απόλυτος]] [[κύριος]] μιας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[αυτοκράτωρ]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[σχηματισμός]], όπου το β' συνθετικό [[κράτωρ]] πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του [[κράτος]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[αυτοκρατής]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], [[κρατώ]]), αναλογικά [[προς]] τα ονόματα σε -<i>τωρ</i>, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (<b>[[πρβλ]].</b> [[ναυκράτωρ]]). Ο όρος [[αυτοκράτωρ]] απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη [[σημασία]] «[[ανεξάρτητος]], [[κύριος]] του [[εαυτού]] του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η [[έννοια]] περιβεβλημένος με πλήρη [[εξουσία]]», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως [[τίτλος]] υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, [[απόδοση]] του ρωμαϊκού <i>dictator</i> <b>(Πολύβ.)</b> και <i>imperator</i> <b>(Πλουτ.)</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυτοκρατορία]], [[αυτοκρατορικός]]].
|mltxt=ο, θηλ. -τειρα, και -τόρισσα, η (AM [[αὐτοκράτωρ]], ο, [[αὐτοκράτειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[μόνος]] [[κυρίαρχος]], ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο [[αυτοκρατορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή πόλεις) [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>4.</b> (για νέους) [[έφηβος]]<br /><b>5.</b> «[[αυτοκρατής]]» — [[κυρίαρχος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], [[κατηγορηματικός]]<br /><b>7.</b> ο [[απόλυτος]] [[κύριος]] μιας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[αυτοκράτωρ]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[σχηματισμός]], όπου το β' συνθετικό [[κράτωρ]] πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του [[κράτος]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[αυτοκρατής]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], [[κρατώ]]), αναλογικά [[προς]] τα ονόματα σε -<i>τωρ</i>, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. [[ναυκράτωρ]]). Ο όρος [[αυτοκράτωρ]] απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη [[σημασία]] «[[ανεξάρτητος]], [[κύριος]] του [[εαυτού]] του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η [[έννοια]] περιβεβλημένος με πλήρη [[εξουσία]]», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως [[τίτλος]] υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, [[απόδοση]] του ρωμαϊκού <i>dictator</i> <b>(Πολύβ.)</b> και <i>imperator</i> <b>(Πλουτ.)</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυτοκρατορία]], [[αυτοκρατορικός]]].
}}
}}

Revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο, θηλ. -τειρα, και -τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η)
1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας
2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά
μσν.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός
αρχ.
1. ο κύριος του εαυτού του
2. αυτός που έχει απόλυτη πληρεξουσιότητα να κάνει κάτι
3. (για πρόσωπα ή πόλεις) ελεύθερος, ανεξάρτητος
4. (για νέους) έφηβος
5. «αυτοκρατής» — κυρίαρχος του εαυτού του
6. μτφ. αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, κατηγορηματικός
7. ο απόλυτος κύριος μιας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. αυτοκράτωρ είναι αρχαϊκός σχηματισμός, όπου το β' συνθετικό κράτωρ πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του κράτος, ενώ κατ' άλλη υπόθεση η λ. χρησιμοποιείται αντί του αυτοκρατής (< κράτος, κρατώ), αναλογικά προς τα ονόματα σε -τωρ, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. ναυκράτωρ). Ο όρος αυτοκράτωρ απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη σημασία «ανεξάρτητος, κύριος του εαυτού του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η έννοια περιβεβλημένος με πλήρη εξουσία», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως τίτλος υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, απόδοση του ρωμαϊκού dictator (Πολύβ.) και imperator (Πλουτ.).
ΠΑΡ. αυτοκρατορία, αυτοκρατορικός].