ατενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀτενής]], -ές)<br />Ι. (για το [[βλέμμα]]) ο προσηλωμένος σ' ένα [[σημείο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ατενώς</i><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]], [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[εκτεταμένος]], [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευθύς]]<br /><b>4.</b> (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) [[ειλικρινής]], [[τίμιος]]<br /><b>5.</b> [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀτενές</i><br />υπερβολικά<br />II. <b>επίρρ.</b> <b>φρ.</b> «ἀτενῶς ἔχω [[πρός]] τι» — [[είμαι]] επίμονα [[αντίθετος]] σε [[κάτι]], [[απεχθάνομαι]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική [[ψίλωση]]) <span style="color: red;">+</span> (ένσιγμο [[θέμα]]) <i>τένος</i> «[[τέντωμα]], [[ένταση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>tenus</i> «[[βρόχος]]», απ' όπου επίρρ. <i>tenus</i> «[[μέχρι]], έως», αρχ. ινδ. <i>tanas</i> «[[καταγωγή]], απόγονοι», ρ. [[τείνω]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το <i>α</i>- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του προρρηματικού <i>εν</i>-. Η λ. [[ατενής]] σημαίνει αρχικά «[[τεντωμένος]], [[τεταμένος]]», μ' αυτή δε την [[έννοια]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό [[βλέμμα]] (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή [[σημασία]] της λ. ανάγονται οι [[περαιτέρω]] χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «[[δριμύς]], [[υπερβολικός]]» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «[[τεταμένος]], [[θετικός]], [[ειλικρινής]]» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. [[ατενής]] για να δηλώσει «τον επίμονο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατενίζω]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἀτενής]], -ές)<br />Ι. (για το [[βλέμμα]]) ο προσηλωμένος σ' ένα [[σημείο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ατενώς</i><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]], [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[εκτεταμένος]], [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευθύς]]<br /><b>4.</b> (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) [[ειλικρινής]], [[τίμιος]]<br /><b>5.</b> [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀτενές</i><br />υπερβολικά<br />II. <b>επίρρ.</b> <b>φρ.</b> «ἀτενῶς ἔχω [[πρός]] τι» — [[είμαι]] επίμονα [[αντίθετος]] σε [[κάτι]], [[απεχθάνομαι]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική [[ψίλωση]]) <span style="color: red;">+</span> (ένσιγμο [[θέμα]]) <i>τένος</i> «[[τέντωμα]], [[ένταση]]» (πρβλ. λατ. <i>tenus</i> «[[βρόχος]]», απ' όπου επίρρ. <i>tenus</i> «[[μέχρι]], έως», αρχ. ινδ. <i>tanas</i> «[[καταγωγή]], απόγονοι», ρ. [[τείνω]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το <i>α</i>- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του προρρηματικού <i>εν</i>-. Η λ. [[ατενής]] σημαίνει αρχικά «[[τεντωμένος]], [[τεταμένος]]», μ' αυτή δε την [[έννοια]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό [[βλέμμα]] (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή [[σημασία]] της λ. ανάγονται οι [[περαιτέρω]] χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «[[δριμύς]], [[υπερβολικός]]» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «[[τεταμένος]], [[θετικός]], [[ειλικρινής]]» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. [[ατενής]] για να δηλώσει «τον επίμονο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατενίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ές (AM ἀτενής, -ές)
Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ' ένα σημείο
II. επίρρ. ατενώς
1. κατευθείαν, μπροστά
αρχ.
Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος
2. έντονος, ισχυρός
3. ευθύς
4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος
5. άκαμπτος, ισχυρογνώμων
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀτενές
υπερβολικά
II. επίρρ. φρ. «ἀτενῶς ἔχω πρός τι» — είμαι επίμονα αντίθετος σε κάτι, απεχθάνομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική ψίλωση) + (ένσιγμο θέμα) τένος «τέντωμα, ένταση» (πρβλ. λατ. tenus «βρόχος», απ' όπου επίρρ. tenus «μέχρι, έως», αρχ. ινδ. tanas «καταγωγή, απόγονοι», ρ. τείνω), ενώ κατ' άλλη άποψη το α- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα του προρρηματικού εν-. Η λ. ατενής σημαίνει αρχικά «τεντωμένος, τεταμένος», μ' αυτή δε την έννοια χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό βλέμμα (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή σημασία της λ. ανάγονται οι περαιτέρω χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «δριμύς, υπερβολικός» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «τεταμένος, θετικός, ειλικρινής» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. ατενής για να δηλώσει «τον επίμονο».
ΠΑΡ. ατενίζω].