ἄμαθος: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(3) |
(2) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῑτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῑτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄμᾰθος:''' [ᾰμ], ἡ, αμμώδες [[έδαφος]] (της πεδιάδας), αντίθ. προς τη θαλασσινή άμμο ([[ψάμαθος]]), σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., οι ανωμαλίες του εδάφους κοντά στη [[θάλασσα]] ή τα αμμώδη υψώματα, σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 114] ἡ, Sand, Hom. einmal, Iliad. 5, 587 ἀμάθοιο βαθείης, Sand im Binnenlande; den Seesand u. Flußsand nennt er ψάμαθος, Lehrs Aristarch. 128; der Unterschied wird aber nicht ursprünglich sein; denn ἄμαθος ist nur eine Nebenform von ψάμαθος, wie γαῖα u. αἶα; nach Hom. wird der Unterschied wieder verwischt; eine Nereide heißt Iliad. 18, 48 Ἀμάθεια, in dem nach Aristarch unächten Nereidencatalog, s. Scholl. Aristonic. u. Didym.; auch Hymn. Apoll. 439 ἀμάθοισιν der Seestrand; vgl. Apoll. Rh. 4, 1239. 1464.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμᾰθος: [ᾰμ], ἡ, Ἐπ. τύπος τοῦ ἄμμος, ἡ ἄμμος τῆς πεδιάδος, ἀμμῶδες ἔδαφος, χῶμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης (ψάμμος, ψάμαθος), Ἰλ. Ε. 587· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 384, 593, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 128: - κατὰ πληθ. αἱ παρὰ τὴν θάλασσαν ἀμμώδεις ἀνωμαλίαι τοῦ ἐδάφους, ἀμμώδη ὑψώματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 439.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
sable de plaine, sol sablonneux.
Étymologie: cf. ψάμαθος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἄμᾰθος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Il.5.587]
1 arena βαθείη Il.l.c., ἠερίη A.R.4.1239, cf. Hdn.Gr.1.145.
2 plu. playa, h.Ap.439, Euph.67.2
•terreno arenoso Nic.Th.262.
• Etimología: El único paralelo de esta palabra se encuentra en maa. samt ‘arena’ (< *samatho-). Es dud. si es una palabra no ide. o si se relaciona c. ψάμμος, lat. sabulum, etc., partiendo de *bhes- que en grado ø es *bhs- > *ps-, pudiéndose simplificar eventualmente en *s-.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος,
2. αγράμματος, απαίδευτος
3. αγροίκος, ανόητος, αγενής
4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θ. μαθ- του ρ. μανθάνω, μαθαίνω].———————— (II)
ἄμαθος, η (Α) (επικός τύπος αντί του ἄμμος)
1. η άμμος και κυρίως η άμμος της πεδιάδας, αμμώδες έδαφος (σε αντίθεση με την άμμο της θάλασσας, την ψάμαθο)
2. στον πληθ. αἱ ἄμαθοι
σωροί άμμου κοντά σε θάλασσα, αμμώδη υψώματα, θίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής με τον μσν. άνω γερμαν. τ. sampt «άμμος» (πρβλ. και γερμαν. Sand «άμμος» < sampt με ανομοίωση). Ο συσχετισμός αυτός που προϋποθέτει ανομοίωση της δασύτητας στη λ. hαμαθος, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η αλληλεπίδραση μεταξύ τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. ἄμαθος και ψάμμος «άμμος». Σημειώνεται ότι αναλογικά προς τη λ. ἄμαθος σχηματίστηκε η λ. ψάμαθος «άμμος», ενώ η λ. ἄμμος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το ψάμμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθῑτις, ἀμαθόεις, ἀμαθύνω, ἀμαθώδης.
Greek Monotonic
ἄμᾰθος: [ᾰμ], ἡ, αμμώδες έδαφος (της πεδιάδας), αντίθ. προς τη θαλασσινή άμμο (ψάμαθος), σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., οι ανωμαλίες του εδάφους κοντά στη θάλασσα ή τα αμμώδη υψώματα, σε Ομηρ. Ύμν.