ἀμμορία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμμορία]], η (Α) [[ἄμμορος]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἀμορία]], που δεν [[είναι]] σε [[χρήση]]) [[έλλειψη]] καλής μοίρας, [[δυστυχία]].
|mltxt=[[ἀμμορία]], η (Α) [[ἄμμορος]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἀμορία]], που δεν [[είναι]] σε [[χρήση]]) [[έλλειψη]] καλής μοίρας, [[δυστυχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμμορία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, ποιητ. αντί [[ἀμορία]] ([[ἄμορος]]), αυτό που δεν αποτελεί [[τύχη]] για κάποιον, κακή [[μοίρα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμορία Medium diacritics: ἀμμορία Low diacritics: αμμορία Capitals: ΑΜΜΟΡΙΑ
Transliteration A: ammoría Transliteration B: ammoria Transliteration C: ammoria Beta Code: a)mmori/a

English (LSJ)

(A), Ion. -ιη, ἡ, poet. for ἀμορία (not in use), Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων what is man's fate and

   A what is not, or their good fortune and their bad, Od.20.76, cf. AP9.284 (Crin.).
ἀμμορία (B), Ion. -ιη, ἡ,

   A = ὁμορία, Epigr. ap. D.7.40.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, p. = ἀμορία, Untheilhaftigkeit, Hom. einmal, Od. 20, 76 ἐς Δία, ὁ γάρ τ' εὖ οἶδεν ἅπαντα, μοῖράν τ' ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων, was den einzelnen Menschen beschieden ist u. was nicht; – Crin. 20 (IX, 284). – Im Epigr. bei Dem. 7, 70 wird es = ἁμορία, Gränze, erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμορία: Ἰων. -ιη, ἡ ποιητ. ἀντὶ ἀμορία, ὅπερ δὲν εἶναι ἐν χρήσει· Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ’ ἀμμορίην τε... ἀνθρώπων, τί εἶναιμοῖρα ἑκάστου καὶ τί δὲν εἶναι, τὴν καλὴν ἢ τὴν κακὴν αὐτῶν μοῖραν, Ὀδ. Υ. 76, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 284.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
infortune, malheur.
Étymologie: ἄμμορος.
2ας (ἡ) :
confins.
Étymologie: ἅμα, ὅρος.

Greek Monolingual

ἀμμορία, η (Α) ἄμμορος
(ποιητικός τύπος αντί του ἀμορία, που δεν είναι σε χρήση) έλλειψη καλής μοίρας, δυστυχία.

Greek Monotonic

ἀμμορία: Ιων. -ίη, , ποιητ. αντί ἀμορία (ἄμορος), αυτό που δεν αποτελεί τύχη για κάποιον, κακή μοίρα, σε Ομήρ. Οδ.