ἐπαμύνω: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαμύνω]] (AM) [[αμύνω]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[έρχομαι]] για [[βοήθεια]] (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία<br />β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] τεκμήρια, [[συμβάλλω]] στην [[απόδειξη]] («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.). | |mltxt=[[ἐπαμύνω]] (AM) [[αμύνω]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[έρχομαι]] για [[βοήθεια]] (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία<br />β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] τεκμήρια, [[συμβάλλω]] στην [[απόδειξη]] («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπᾰμύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]], υπερασπίζομαι, [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A come to aid, succour, τινί Il.6.361, 18.99,al., Th.3.14, al., Lys.12.99, etc. 2 abs., Il.16.540,al. (never in Od.), Hdt.1.82, Th.1.25,101, Lys.3.16, etc.; τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί apologetic arguments to prove that... Pl.Lg.891b. 3 ward off, δολίην v.l. for ἀπ- in AP5.6 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 898] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰμύνω: σπεύδω εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), οὕτως ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.
French (Bailly abrégé)
1 secourir, défendre : τινι qqn;
2 repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.
Étymologie: ἐπί, ἀμύνω.
English (Autenrieth)
aor. imp. ἐπάμῦνον: bring aid to, come to the defence, abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπαμύνω (AM) αμύνω
1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία
β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).
Greek Monotonic
ἐπᾰμύνω: μέλ. -ῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζομαι, βοηθώ, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.