πημονή: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] που προκύπτει από μια [[συμφορά]], από μια [[δυστυχία]], το [[πάθημα]], το [[δυστύχημα]] («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ζημία]], η [[βλάβη]] που επιδιώκει [[κάποιος]], ο [[εχθρικός]] [[σκοπός]] («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πῆμα]] πιθ. [[κατά]] το [[ἡδονή]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] που προκύπτει από μια [[συμφορά]], από μια [[δυστυχία]], το [[πάθημα]], το [[δυστύχημα]] («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ζημία]], η [[βλάβη]] που επιδιώκει [[κάποιος]], ο [[εχθρικός]] [[σκοπός]] («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πῆμα]] πιθ. [[κατά]] το [[ἡδονή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πημονή:''' ἡ ([[πήμων]]), = [[πῆμα]], σε Τραγ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πημονή Medium diacritics: πημονή Low diacritics: πημονή Capitals: ΠΗΜΟΝΗ
Transliteration A: pēmonḗ Transliteration B: pēmonē Transliteration C: pimoni Beta Code: phmonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = πῆμα, freq. in Trag., A.Pr.239 (pl.), 278, 308 (pl.), S.Tr.1189 (pl.), E.Fr.682; also ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ with hostile intent, Foed. ap. Th.5.18.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, poet. statt πῆμα; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, ὅμως δ' ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου λαβεῖν Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.

Greek (Liddell-Scott)

πημονή: ἡ, (πήμων) τύπος ἕτερος τοῦ πῆμα, ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει ὡσαύτως ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 c. πῆμα;
2 sujet d’affliction ; αἱ πημοναί les paroles propres à affliger.
Étymologie: πῆμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.)
2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πῆμα πιθ. κατά το ἡδονή.

Greek Monotonic

πημονή: ἡ (πήμων), = πῆμα, σε Τραγ.