ὑποτροπή: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑποτροπή]], ΝΑ<br />(για νόσο) [[επανεμφάνιση]] στη [[διάρκεια]] της ανάρρωσης ή [[μετά]] από πλήρη ή φαινομενική [[ίαση]] (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η [[υποτροπή]]» β. «ὑποτροπὴ τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να υποπίπτει [[κανείς]] στο ίδιο [[παράπτωμα]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) η [[μετά]] από προηγούμενη [[καταδίκη]], για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου [[διάπραξη]] αξιόποινης πράξης από το ίδιο [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εναλλαγή]], [[διαδοχή]] [[εναλλάξ]] («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=η / [[ὑποτροπή]], ΝΑ<br />(για νόσο) [[επανεμφάνιση]] στη [[διάρκεια]] της ανάρρωσης ή [[μετά]] από πλήρη ή φαινομενική [[ίαση]] (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η [[υποτροπή]]» β. «ὑποτροπὴ τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να υποπίπτει [[κανείς]] στο ίδιο [[παράπτωμα]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) η [[μετά]] από προηγούμενη [[καταδίκη]], για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου [[διάπραξη]] αξιόποινης πράξης από το ίδιο [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εναλλαγή]], [[διαδοχή]] [[εναλλάξ]] («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποτροπή:''' ἡ (ὑποτρέπω),<br /><b class="num">I.</b> [[μεταστροφή]], [[αλλαγή]], [[μεταβολή]], [[απόκρουση]], [[απώθηση]], [[ήττα]], [[αποτυχία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ξαναπέσιμο, [[ξανακύλισμα]], [[επιστροφή]], [[επάνοδος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a turning back, repulse, Plu. Alex.32. II relapse, recurrence, Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπή: ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ νικᾶν διαδοχή, ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ὑπ. τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 retour, particul. retour périodique, accès;
2 retraite.
Étymologie: ὑποτρέπω.
Greek Monolingual
η / ὑποτροπή, ΝΑ
(για νόσο) επανεμφάνιση στη διάρκεια της ανάρρωσης ή μετά από πλήρη ή φαινομενική ίαση (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η υποτροπή» β. «ὑποτροπὴ τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το να υποπίπτει κανείς στο ίδιο παράπτωμα
2. (ποιν. δίκ.) η μετά από προηγούμενη καταδίκη, για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο
αρχ.
εναλλαγή, διαδοχή εναλλάξ («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποτροπή: ἡ (ὑποτρέπω),
I. μεταστροφή, αλλαγή, μεταβολή, απόκρουση, απώθηση, ήττα, αποτυχία, σε Πλούτ.
II. ξαναπέσιμο, ξανακύλισμα, επιστροφή, επάνοδος, στον ίδ.