ἀπόβλητος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόβλητος]], -ον) [[αποβάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποβληθεί από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> ο απομονωμένος, ο [[αξιοκαταφρόνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που [[είναι]] δυνατόν να χαθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βιομηχανικά απόβλητα</i><br />[[κάθε]] στερεή, υγρή ή [[αέρια]] [[ουσία]] ή και η [[θερμότητα]] που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική [[αξία]] μικρότερη από το [[κόστος]] ανάκτησης τους. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόβλητος]], -ον) [[αποβάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποβληθεί από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> ο απομονωμένος, ο [[αξιοκαταφρόνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που [[είναι]] δυνατόν να χαθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βιομηχανικά απόβλητα</i><br />[[κάθε]] στερεή, υγρή ή [[αέρια]] [[ουσία]] ή και η [[θερμότητα]] που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική [[αξία]] μικρότερη από το [[κόστος]] ανάκτησης τους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόβλητος:''' -ον, ρημ. επίθ. του [[ἀποβάλλω]], αυτός που αξίζει να απορριφθεί ως [[άχρηστος]], ως [[ανάξιος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον η, ον D.L.7.127, Iamb.Myst.1.19),
A to be thrown away or aside, as worthless, οὔ τοι ἀπόβλητ' ἐστὶ θεῶν ἐρικνδέα δῶρα Il.3.65; οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται 2.361; γίγαρτον Simon.88, etc., cf. Hp.Ep.10 and late Prose, as Ph.2.294, Luc.Tox. 37, Plu.2.821a, Plot.6.7.31, Procop.Arc.11. 2 capable of being thrown off, Iamb.l.c.; capable of being lost, D.L.l.c.
German (Pape)
[Seite 297] weggeworfen; verwerflich, verächtlich, ἔπος Il. 2, 361, θεῶν δῶρα 3, 65; auch Sp., wie L uc. Tox. 27 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόβλητος: -ον, ὁ ἄξιος ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται Β. 361· γίγαρτον Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., ἀπόβλητος τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, ἀπόβλητος τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 qu’on doit rejeter, méprisable;
2 rejeté, repoussé.
Étymologie: adj. verb. de ἀποβάλλω.
English (Autenrieth)
to be spurned, despised, w. neg., Il. 2.361 and Il. 3.65.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [tb. -ή, D.L.7.127, Iambl.Myst.1.19]
I 1despreciado, desdeñado οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται Il.2.361, χριστιανῶν δόξαι ἀπόβλητοι ... ἐν πάσῃ τῇ Ῥωμαίων ἀρχῇ Procop.Arc.11.
2 expulsado, excluido c. gen., en lit. crist. τῆς Ἐκκλησίας εἶεν ἂν ἀπόβλητοι Eus.E.Th.1.6, τῆς εὐχῆς Gr.Nyss.M.45.229A.
II 1despreciable, desdeñable de cosas θεῶν ... δῶρα Il.3.65, γίγαρτον Simon.72D., τούτων πρᾶξις Luc.Philopatr.17, γῆ Ph.2.294, βρῶμα 1Ep.Ti.4.4, ref. a la materia c. la que se construye una imagen, Gr.Nyss.Or.Catech.26, cf. Aq.Le.7.18
•moralmente reprobable μόνην τὴν ἐν κακίᾳ ζωὴν κρίνων ἀπόβλητον Gr.Nyss.M.46.940A
•c. dat. οὐδ' ἵππων εὔνοια θηραταῖς καὶ ἱπποτρόφοις Plu.2.821a
•de pers. Hp.Ep.10, ἐκ Σαλώμη[ς τ] ῆς Ἰουδα[ίας υ] ἱὸς ἀπό βλητος A.Al.4.3.12, ὡς μὴ ἀπόβλητος καὶ περιττὸς εἴης Luc.Merc.Cond.27, cf. Tox.37, Al.De.7.26, c. dat. ἀπόβλητοι ἂν εἶεν τοῖς ἐρωμένοις Plot.6.7.31.
2 que puede perderse ἀρετὴν ... ἀποβλητὴν διὰ μέθην D.L.l.c., de la unión natural entre seres heterogéneos ἐπίκτητός τε παραγίγνεται ... καὶ ἀποβλητή Iambl.l.c.
English (Strong)
from ἀποβάλλω; cast off, i.e. (figuratively) such as to be rejected: be refused.
English (Thayer)
ἀπόβλητον, thrown away, to be thrown away, rejected, despised, abominated: as unclean, Symm. equivalent to טָמֵא unclean; Homer, Iliad 2,361; 3,65; Lucian, Plutarch).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπόβλητος, -ον) αποβάλλω
1. αυτός που έχει αποβληθεί από κάπου
2. ο απομονωμένος, ο αξιοκαταφρόνητος
αρχ.
εκείνος που είναι δυνατόν να χαθεί
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βιομηχανικά απόβλητα
κάθε στερεή, υγρή ή αέρια ουσία ή και η θερμότητα που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική αξία μικρότερη από το κόστος ανάκτησης τους.
Greek Monotonic
ἀπόβλητος: -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός που αξίζει να απορριφθεί ως άχρηστος, ως ανάξιος, σε Ομήρ. Ιλ.