ἐπιπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιπλέκω]])<br />[[περιπλέκω]], [[μπερδεύω]], [[ανακατώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[αρρώστια]]) [[προκαλώ]] επιπλοκές, [[χειροτερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέκω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[προσθέτω]] πλέκοντας<br /><b>2.</b> [[δένω]], [[δεσμεύω]]<br /><b>3.</b> [[συνδυάζω]], [[συνδέω]] («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιπλέκομαι</i><br />εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῑς Ἕλλησιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]]<br /><b>6.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. <i>ἐπιπεπλεγμένος</i><br />α) αναμεμιγμένος<br />β) [[περίπλοκος]].
|mltxt=(Α [[ἐπιπλέκω]])<br />[[περιπλέκω]], [[μπερδεύω]], [[ανακατώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[αρρώστια]]) [[προκαλώ]] επιπλοκές, [[χειροτερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέκω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[προσθέτω]] πλέκοντας<br /><b>2.</b> [[δένω]], [[δεσμεύω]]<br /><b>3.</b> [[συνδυάζω]], [[συνδέω]] («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιπλέκομαι</i><br />εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῑς Ἕλλησιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]]<br /><b>6.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. <i>ἐπιπεπλεγμένος</i><br />α) αναμεμιγμένος<br />β) [[περίπλοκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πλέκω]] [[στεφάνι]] από λουλούδια, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., εμπλέκομαι, συμπλέκομαι, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλέκω Medium diacritics: ἐπιπλέκω Low diacritics: επιπλέκω Capitals: ΕΠΙΠΛΕΚΩ
Transliteration A: epiplékō Transliteration B: epiplekō Transliteration C: epipleko Beta Code: e)piple/kw

English (LSJ)

   A wreathe into a chaplet, AP12.256.5 (Mel.); νάρκισσον ὑακίνθῳ Nonn.D.10.338.    2. bind, αὐχένα δεσμῷ ib.18.189; bind upon, ταρσῷ γυιοπέδην ib.36.365:—Pass., Luc.Cont.16.    II. metaph., interweave, combine, αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι Arist.Rh.Al.1438b5; τὸ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἐπιπλέξαι Aristid.Rh.2p.544S.; ἐ. ἑαυτοὺς ταῖς προσόδοις concern themselves with, PTeb.6.39 (ii B.C.):—Pass., τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς . . πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Plb.4.28.2, cf. Luc.Dem.Enc.8; τοῖς Ἕλλησιν ἐ. to have dealings with . ., Str.14.2.28; ξένοις ἐπιπλᾰκέντες ἔθεσιν J.AJ8.7.5; also, to have sexual intercourse with, Posidon.36 J., D.S.36.2a; ἐπιπεπλεγμένος mixed, Gal. Sect.Intr.6; complex, πυρετοί Id.7.432.

German (Pape)

[Seite 970] dazu flechten, einflechten, Ἡράκλειτον ἐπέπλεκεν, flocht ihn in den Kranz, Mel. 2 (XII, 256); νῆμα ἐπιπεπλεγμένον ἑκάστῳ Luc. Cont. 16; ἐπιπεπλεγμένα προβλήματα, verwickelt, Hermogen.; Pol. τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς Ἑλληνικαῖς πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι 4, 28, 4; übh. vom Verkehr, τῶν ἄλλων οὐκ ἐπιπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, Ath. V, 211 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλέκω: πλέκω ἐπί τινος, Ἀνθ. Π. 12. 256, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 16. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., ἐμπλέκομαι, συμπλέκομαι μετά τινος, τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς… πράξεσιν ἐμπεπλέχθαι Πολύβ. 4. 28, 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 31, 8, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 8· ἐμπεπλέχθαι τινὶ Στράβ. 662· ὡσαύτως, ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετά τινος, Διοδ. Ἐκλογ. 575. 51, Ἀθήν. 211Ε.

French (Bailly abrégé)

tresser (une guirlande, une couronne).
Étymologie: ἐπί, πλέκω.

Greek Monolingual

ἐπιπλέκω)
περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω
νεοελλ.
(για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω
αρχ.
1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας
2. δένω, δεσμεύω
3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.)
3. ανήκω
4. παθ. ἐπιπλέκομαι
εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῑς Ἕλλησιν», Στράβ.)
5. παθ. έρχομαι σε σαρκική επαφή
6. (μτχ. παθ. παρακμ. ἐπιπεπλεγμένος
α) αναμεμιγμένος
β) περίπλοκος.

Greek Monotonic

ἐπιπλέκω: μέλ. -ξω,
I. πλέκω στεφάνι από λουλούδια, σε Ανθ.
II. Παθ., εμπλέκομαι, συμπλέκομαι, σε Λουκ.