αὐτοκρατής: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοκρατής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά [[κατά]] τη δική του [[θέληση]], [[αυτεξούσιος]], [[απόλυτος]] [[κύριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐτοκρατές</i><br />η [[αυτοκράτεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[ισχύς]], [[δύναμη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακρατής]], [[εγκρατής]], [[ισοκρατής]])].
|mltxt=[[αὐτοκρατής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά [[κατά]] τη δική του [[θέληση]], [[αυτεξούσιος]], [[απόλυτος]] [[κύριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐτοκρατές</i><br />η [[αυτοκράτεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[ισχύς]], [[δύναμη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακρατής]], [[εγκρατής]], [[ισοκρατής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκρᾰτής:''' -ές ([[κρατέω]]), αυτός που κυβερνάται από τον εαυτό του, [[απόλυτος]], [[αυτοκρατορικός]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκρᾰτής Medium diacritics: αὐτοκρατής Low diacritics: αυτοκρατής Capitals: ΑΥΤΟΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: autokratḗs Transliteration B: autokratēs Transliteration C: aftokratis Beta Code: au)tokrath/s

English (LSJ)

ές,

   A ruling by oneself, absolute, independent, νοῦς Anaxag.12; τύχη Hp.Loc.Hom.46; φρήν E.Andr.482 (lyr.); ἀπειθής τε καὶ αὐ. Pl.Ti.91b; γένεσις οὐδεμία αὐ. ἐστιν Dam.Pr.394; τὸ αὐ. Plu.2.1026d. Adv. -κρατῶς Lyd. Mag.1.33.

German (Pape)

[Seite 398] ές, selbstherrschend, eigenmächtig, φρήν Eur. Andr. 483; Plat. Tim. 91 b; Plut. τὸ αὐτ., die Selbstherrschaft, der freie Wille, de an. procr. e Tim. 27.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν κατὰ τὴν ἰδίαν του θέλησιν, αὐτεξούσιος, ἀπόλυτος κύριος, νοῦς Ἀναξαγ. 8 (πρβλ. αὐτοκράτωρ 3)· τύχη Ἱππ. 423. 5· φρήν Εὐρ. Ἀνδρ. 483· ἀπειθής τε καὶ αὐτ. Πλάτ. Τίμ. 91Β: ‒ τὸ αὐτ., ἡ αὐτοκράτεια, ἡ ἐλευθέρα βούλησις, Πλούτ. 2. 1026C. ‒ Ἐντεῦθεν ῥῆμα αὐτοκρατέω, εἶμαι αὐτοκρατής, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 48: ‒ ὡσαύτως αὐτοκρατητικός, ή, όν, Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. 15. 2, σ. 57 (129Α).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui commande par lui-même ou souverainement, maître absolu ; τὸ αὐτοκρατές volonté indépendante, libre arbitre.
Étymologie: αὐτός, κράτος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que se gobierna por sí mismo, independiente νοῦς Anaxag.B 12, τύχη Hp.Loc.Hom.46, φρήν E.Andr.482, ἀπειθής τε καὶ αὐ. Pl.Ti.91b, de pers. dedicadas a la milicia ἅτε καὶ αὐτοκρατεῖς ὄντες D.C.36.36.2
subst. τὸ αὐ. libre arbitrio, independencia del alma, Plu.2.1026c.
2 espontáneo γένεσις Dam.in Prm.394.
II adv. -ῶς con poder supremo αὐ. τοὺς πολέμους διοικεῖν Lyd.Mag.1.33.

Greek Monolingual

αὐτοκρατής, -ές (Α)
1. αυτός που κυβερνά κατά τη δική του θέληση, αυτεξούσιος, απόλυτος κύριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοκρατές
η αυτοκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κρατής < κράτος «ισχύς, δύναμη» (πρβλ. ακρατής, εγκρατής, ισοκρατής)].

Greek Monotonic

αὐτοκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνάται από τον εαυτό του, απόλυτος, αυτοκρατορικός, σε Ευρ., Πλάτ.