ἐπανατίθημι: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπανατίθημι]] (Α) [[τίθημι]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[επιθέτω]] («φέρ' ἐπαναθῶ σοι καὶ [[ξύλον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[αναθέτω]] [[ξανά]] ή [[απλώς]] [[αναθέτω]], [[επιφορτίζω]] κάποιον και παθ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) [[κληροδοτώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για εγχειριζόμενους) [[παίρνω]] την κατάλληλη [[στάση]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> (με αιτ. πράγμ.) [[κλείνω]] («[[αὖτις]] ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[ἐπανατίθημι]] (Α) [[τίθημι]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[επιθέτω]] («φέρ' ἐπαναθῶ σοι καὶ [[ξύλον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[αναθέτω]] [[ξανά]] ή [[απλώς]] [[αναθέτω]], [[επιφορτίζω]] κάποιον και παθ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) [[κληροδοτώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για εγχειριζόμενους) [[παίρνω]] την κατάλληλη [[στάση]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> (με αιτ. πράγμ.) [[κλείνω]] («[[αὖτις]] ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπανατίθημι:''' μέλ. <i>-αναθήσω</i>, [[θέτω]] πάνω σε κάποιον [[κάτι]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A lay upon, ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον Ar.V.148: metaph., shift a burden, PSI4.286.7 (iii/iv A.D.): —Pass., μείζων δύναμις ἐ. τινί is entrusted to him, Pl.Lg.926d. II Med., shift one's position, of patients under operation, Gal.18(2).425. III Med., bequeath, PLips.29.7 (iii A.D.). IV shut, σανίδας Il.21.535 (Aristarch.).
German (Pape)
[Seite 901] (s. τίθημι), (noch dazu) auflegen, ξύλον Ar. Vesp. 148; beilegen, μείζων δύναμις ἐπανατίθεσθαι δοκεῖ τοῖς νομοφύλαξι Plat. Legg. XI, 926 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανατίθημι: μέλλ. -θήσω, ἐπιθέτω, ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον Ἀριστοφ. Σφ. 148: - Παθ., μείζων δύναμις ἐπ. τινι, ἀνατίθεται εἴς τινα, Πλάτ. Νόμοι 926D.
French (Bailly abrégé)
ramener (le battant d’une porte) sur, refermer (une porte).
Étymologie: ἐπί, ἀνατίθημι.
English (Autenrieth)
aor. 2 inf. ἐπανθέμεναι: shut again; σανίδας, Il. 21.535†.
Greek Monolingual
ἐπανατίθημι (Α) τίθημι
1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ' ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.)
2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία
3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ
4. παθ. (για εγχειριζόμενους) παίρνω την κατάλληλη στάση
5. μέσ. (με αιτ. πράγμ.) κλείνω («αὖτις ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐπανατίθημι: μέλ. -αναθήσω, θέτω πάνω σε κάποιον κάτι, τί τινι, σε Αριστοφ.