ἐπονείδιστος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπονείδιστος]], -ον)<br />[[άξιος]] να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ονειδιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ονειδίζω]]). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπονείδιστος]], -ον)<br />[[άξιος]] να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ονειδιστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ονειδίζω]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπονείδιστος:''' -ον ([[ὀνειδίζω]]), αξιόμεμπτος, [[επαίσχυντος]], [[ατιμωτικός]], [[εξευτελιστικός]], σε Ευρ., Πλάτ.· <i>ἐπονείδιστον ἐστι</i>, είναι [[ζήτημα]] αξιοκατάκριτο, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A to be reproached, disgraceful, shameful, E.IT689 ; ἐ. εἰρήνη Isoc.12.106 (Comp.), cf. D.19.336 ; ἀμαθία Pl.Ap.29b, etc. ; τινι to one, X.Smp.8.34 ; ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι is matter of reproach, D.26.19 ; ὄνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς the name of reproach among men, E.Fr.922 : Comp., Arist.EN1119a25 : Sup., X.Smp. 8.19. Adv. -τως shamefully, Pl.Lg.633e, Isoc.4.60 ; also in act. sense, so as to shame, ψέγειν Plb.1.14.5.
German (Pape)
[Seite 1008] schimpflich, tadelhaft, schmachvoll, καὶ λυπρόν Eur. I. T. 689; ἀμαθία, δουλεία, φήμη, Plat. Apol. 29 b Conv. 184 c Polit. 309 e; εἰρήνην οὔτε αἰσχίω ποτὲ γενομένην οὔτ' ἐπονειδιστοτέραν Isocr. 12, 106; πρᾶγμα Is. 2, 41; ἐκείνοις ταῦτα νόμιμα, ἡμῖν δὲ ἐπονείδιστα, bei uns gilt es für tadelnswerth, Xen. Conv. 8, 34; ἐπονείδιστον τὸ πολιτεύεσθαί ἐστι παρά τινι, wird getadelt, Dem. 26, 19; ἡδοναί Arist. Nic. 10, 3, 8. – Adv., ἐπ ονειδίστως τὸν βίον τελευτᾶν, auf schimpfliche Weise, Isocr. 4, 60; ψέγειν, unter Schmähungen, Pol. 1, 14, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπονείδιστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄξιος ὀνείδους, ἀξιοκατάκριτος, αἰσχρός, καταπεφρονημένος, Εὐρ. Ι. Τ. 689· ἐπ. εἰρήνη Ἰσόκρ. 245D, πρβλ. Δημ. 449. 9· ἀμαθία Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ.· τινι Ξεν. Συμπ. 8. 34 ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι Δημ. 806. 7· τοὔνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς, τὸ ἐπονείδιστον μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 475b ἐπονειδιστότερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 2. - Ἐπίρρ. -τως, αἰσχρῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
répréhensible, blâmable, honteux : ἐπ. τινι qu’on peut reprocher à qqn;
Cp. ἐπονειδιστότερος, Sp. ἐπονειδιστότατος.
Étymologie: ἐπί, ὀνειδίζω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπονείδιστος, -ον)
άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ονειδιστός (< ονειδίζω).
Greek Monotonic
ἐπονείδιστος: -ον (ὀνειδίζω), αξιόμεμπτος, επαίσχυντος, ατιμωτικός, εξευτελιστικός, σε Ευρ., Πλάτ.· ἐπονείδιστον ἐστι, είναι ζήτημα αξιοκατάκριτο, σε Δημ.