Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐαής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευάερος]], [[δροσερός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο [[ούριος]]<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]], [[ευμενής]], [[ωφέλιμος]], [[ευχάριστος]] (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άημι]] «[[φυσώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αής</i>. Το μακρό <i>ᾱ</i> οφείλεται ή σε [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[εὐαής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευάερος]], [[δροσερός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο [[ούριος]]<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]], [[ευμενής]], [[ωφέλιμος]], [[ευχάριστος]] (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άημι]] «[[φυσώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αής</i>. Το μακρό <i>ᾱ</i> οφείλεται ή σε [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ευάερος]], [[φρέσκος]], [[δροσερός]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, [[αίσιος]], [[ούριος]], σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., [[ευνοϊκός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾱής Medium diacritics: εὐαής Low diacritics: ευαής Capitals: ΕΥΑΗΣ
Transliteration A: euaḗs Transliteration B: euaēs Transliteration C: evais Beta Code: eu)ah/s

English (LSJ)

ές, (ἄημι)

   A well ventilated, fresh, airy, χώρῳ ἐν εὐαεῖ Hes.Op. 599 (εὐᾰέϊ codd., Rzach).    II Act., of a wind, favourably blowing, fair, opp. δυσαής, Hdt.2.117, E.Hel.1504 (lyr.); ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις prob. in E.Fr.773.36 (lyr.): metaph., favourable, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις [with ᾰ] S.Ph.828 (lyr., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1055] ές, gut durchweht, χῶρος Hes. O. 599; – günstig wehend, ἀνέμων πνοαί Eur. Hel. 1020; πνεῦμα Her. 2, 117; übertr., übh. günstig, ὕπνε, εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις Soph. Phil. 817.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱής: -ές, (ἄημι) εὐάερος, δροσερός, χώρῳ ἐν εὐαέϊ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597· νάπη Ποιητ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 445D. II. ἐνεργ., ἐπὶ ἀνέμου, ὁ εὐνοϊκῶς πνέων, οὔριος, ἀντίθετον τῷ δυσαής, Ἡρόδ. 2. 117, Εὐρ. Ἑλ. 1504: -μεταφ., εὐνοϊκός, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις μετὰ ᾰ, Σοφ. Φιλ. 828.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au souffle favorable.
Étymologie: εὖ, ἄημι.

Greek Monolingual

εὐαής, -ές (Α)
1. ευάερος, δροσερός
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος
3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσ-αής, υπερ-αής. Το μακρό οφείλεται ή σε λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

εὐᾱής: -ές (ἄημι),·
I. ευάερος, φρέσκος, δροσερός, σε Ησίοδ.
II. Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, αίσιος, ούριος, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., ευνοϊκός, σε Σοφ.