εὐάρμοστος: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάρμοστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον [[άλλο]], ταιριασμένος («ευάρμοστο [[ζεύγος]] νεονύμφων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]], [[επιτήδειος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐάρμοστον</i><br />η [[ευαρμοστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαρμόστως</i> και <i>ευάρμοστα</i> (ΑΜ εὐαρμόστως)<br />με καλή, τέλεια [[αρμογή]], αρμονικά, ταιριασμένα<br /><b>μσν.</b><br />επιτήδεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρμοστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αρμόζω]])]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάρμοστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον [[άλλο]], ταιριασμένος («ευάρμοστο [[ζεύγος]] νεονύμφων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]], [[επιτήδειος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐάρμοστον</i><br />η [[ευαρμοστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαρμόστως</i> και <i>ευάρμοστα</i> (ΑΜ εὐαρμόστως)<br />με καλή, τέλεια [[αρμογή]], αρμονικά, ταιριασμένα<br /><b>μσν.</b><br />επιτήδεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρμοστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αρμόζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[καλά]] συνδεδεμένος, [[αρμονικός]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[βολικός]], [[καλόβολος]], [[επιτήδειος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἁρμόζω)
A well-joined, harmonious, κάλαμοι E.El.702 (lyr.); μέλος, ὄνομα, Pl.Lg.655a, Cra.405a. II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious, πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R.413e: Comp. and Sup., Id.Prt.326b, R.412a; τὸ εὐ., = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135; ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33.
German (Pape)
[Seite 1057] gut gefügt, κάλαμοι Eur. El. 702; schön componirt, Arist. Eth. eudem. 3, 2; wohl passend, sich gut fügend, schickend, ὄνομα, μέλος, σχῆμα, Plat. Crat. 405 a Legg. II, 655 a; ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν, sich in Alles schicken, Rep. III, 413 e; πρός τι, Isocr. 12, 32; Pol. 21, 5, 5 u. Sp. – Adv., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι, Isocr. 11, 12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάρμοστος: -ον, (ἁρμόζω) καλῶς ἡρμοσμένος, ἁρμονικός, κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· μέλος, ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ καλῶς συμμορφούμενος εἴς τι, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = εὐαρμοστία, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 223Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie ou se prête facilement à qch;
Cp. εὐαρμοστότερος, Sp. εὐαρμοστότατος.
Étymologie: εὖ, ἁρμόττω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐάρμοστος, -ον)
1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός
2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων»)
αρχ.
1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε κάτι
2. αρμόδιος, επιτήδειος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐάρμοστον
η ευαρμοστία.
επίρρ...
ευαρμόστως και ευάρμοστα (ΑΜ εὐαρμόστως)
με καλή, τέλεια αρμογή, αρμονικά, ταιριασμένα
μσν.
επιτήδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρμοστός (< αρμόζω)].
Greek Monotonic
εὐάρμοστος: -ον (ἁρμόζω),
I. καλά συνδεδεμένος, αρμονικός, σε Ευρ., Πλάτ.
II. λέγεται για ανθρώπους, βολικός, καλόβολος, επιτήδειος, σε Πλάτ.