εὐορκία: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐορκία]]) [[εύορκος]]<br />η πιστή [[τήρηση]] του όρκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αληθινός]] όρκος, το να λέει [[κάποιος]] την [[αλήθεια]] σε ένορκη [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> [[ευσυνειδησία]]<br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐορκίαι</i><br />οι όρκοι που δίνονται με καθαρή [[συνείδηση]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐορκία]]) [[εύορκος]]<br />η πιστή [[τήρηση]] του όρκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αληθινός]] όρκος, το να λέει [[κάποιος]] την [[αλήθεια]] σε ένορκη [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> [[ευσυνειδησία]]<br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐορκίαι</i><br />οι όρκοι που δίνονται με καθαρή [[συνείδηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐορκία:''' ἡ, [[πίστη]], [[αφοσίωση]], [[προσήλωση]] στον όρκο, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐορκία Medium diacritics: εὐορκία Low diacritics: ευορκία Capitals: ΕΥΟΡΚΙΑ
Transliteration A: euorkía Transliteration B: euorkia Transliteration C: evorkia Beta Code: eu)orki/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Pi.O.2.66 (pl.), App.Pun.63, Hierocl. in CA2p.422M.    II in pl., oaths taken with a good conscience, Lib.Or.59.122.

German (Pape)

[Seite 1085] ἡ, dass., plur., Pind. Ol. 2, 72; Poll. 1, 39.

Greek (Liddell-Scott)

εὐορκία: ἡ, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 2. 119.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fidélité au serment.
Étymologie: εὔορκος.

English (Slater)

εὐορκία
   1 fidelity to oaths οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις (O. 2.66)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐορκία) εύορκος
η πιστή τήρηση του όρκου
νεοελλ.
1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση
2. ευσυνειδησία
πληθ. αἱ εὐορκίαι
οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση.

Greek Monotonic

εὐορκία: ἡ, πίστη, αφοσίωση, προσήλωση στον όρκο, σε Πίνδ.