ζεύγλη: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζεύγλα]] και [[ζεύλα]], η (AM [[ζεύγλη]], Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)<br />(για υποζύγια) καμπύλο [[μέρος]] του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο [[τράχηλος]] του ζώου («[[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ [[ζυγόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα [[άκρα]] του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων<br /><b>2.</b> [[υποτέλεια]], [[ζυγός]] δουλείας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφοσίωση]] στον θεό<br /><b>2.</b> ο ευλογημένος [[δεσμός]] του γάμου<br /><b>3.</b> η [[ιερωσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζεύγος]], το [[ζευγάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]] (<b>βλ.</b> και [[ζεύγος]]). Από τον τ. [[ζεύγλα]], με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγματος -<i>γλ</i>- σε -<i>βλ</i>-, προήλθε ο τ. [[ζεύλα]]].
|mltxt=και [[ζεύγλα]] και [[ζεύλα]], η (AM [[ζεύγλη]], Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)<br />(για υποζύγια) καμπύλο [[μέρος]] του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο [[τράχηλος]] του ζώου («[[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ [[ζυγόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα [[άκρα]] του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων<br /><b>2.</b> [[υποτέλεια]], [[ζυγός]] δουλείας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφοσίωση]] στον θεό<br /><b>2.</b> ο ευλογημένος [[δεσμός]] του γάμου<br /><b>3.</b> η [[ιερωσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζεύγος]], το [[ζευγάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]] (<b>βλ.</b> και [[ζεύγος]]). Από τον τ. [[ζεύγλα]], με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγματος -<i>γλ</i>- σε -<i>βλ</i>-, προήλθε ο τ. [[ζεύλα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζεύγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> καμπυλωτό [[μέρος]] του ζυγού ([[ζυγόν]]) στον οποίο έμπαινε ο [[τράχηλος]] του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το [[ζυγόν]] να έχει [[δύο]] <i>ζεύγλας</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιμάντας]] ή [[ξύλο]] που ενώνει [[δύο]] πηδάλια, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεύγλη Medium diacritics: ζεύγλη Low diacritics: ζεύγλη Capitals: ΖΕΥΓΛΗ
Transliteration A: zeúglē Transliteration B: zeuglē Transliteration C: zeygli Beta Code: zeu/glh

English (LSJ)

ἡ,

   A loop attached to the yoke (ζυγόν), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440; ἔζευξα . . ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr.463; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2.    2 = ζεῦγος 1.1, BGU1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose.    II cross-bar of the double rudder, E.Hel.1536.

German (Pape)

[Seite 1137] ἡ, das Joch, bes. der Theil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.

Greek (Liddell-Scott)

ζεύγλη: ἡ, τὸ καμπύλον μέρος τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ τράχηλος τοῦ ζῴου, ὥστε ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 (ἔνθαχαίτη τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν)· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ ξύλον συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
partie du joug où s’emboîte le cou de l’animal.
Étymologie: ζεύγνυμι.

English (Autenrieth)

yoke-cushion, between neck and yoke. (Il.) (See cut No. 72, also 45, letter d.)

Greek Monolingual

και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)
(για υποζύγια) καμπύλο μέρος του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος του ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα άκρα του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων
2. υποτέλεια, ζυγός δουλείας
μσν.-αρχ.
1. η αφοσίωση στον θεό
2. ο ευλογημένος δεσμός του γάμου
3. η ιερωσύνη
αρχ.
1. το ζεύγος, το ζευγάρι
2. ο ιμάντας που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγνυμι (βλ. και ζεύγος). Από τον τ. ζεύγλα, με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγματος -γλ- σε -βλ-, προήλθε ο τ. ζεύλα].

Greek Monotonic

ζεύγλη: ἡ,
I. καμπυλωτό μέρος του ζυγού (ζυγόν) στον οποίο έμπαινε ο τράχηλος του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το ζυγόν να έχει δύο ζεύγλας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. ιμάντας ή ξύλο που ενώνει δύο πηδάλια, σε Ευρ.