ζηλότυπος: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ζηλότυπος]], -ον)<br />αυτός που διακατέχεται από το [[πάθος]] της ζηλοτυπίας, ο [[φθονερός]], ο ζηλιάρης («[[σφόδρα]] [[ζηλότυπος]] ό [[νεανίσκος]] ἦν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συζύγους) [[καχύποπτος]] για τη συζυγική ή την ερωτική [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[προθυμία]], έντονη [[διάθεση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[φιλόνικος]], [[ερειστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζηλοτύπως</i> και <i>ζηλότυπα</i> (Α ζηλοτύπως)<br />με [[ζήλεια]], με [[ζηλοτυπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ζήλο, με [[επιμονή]]<br /><b>αρχ.</b><br />με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήλος]] <span style="color: red;">+</span> [[τύπος]] «[[κτύπος]], [[κτύπημα]]»<br />[[ζηλότυπος]] «ο κτυπημένος με [[ζήλεια]], αυτός που έχει δεχθεί το [[πλήγμα]] της ζήλειας»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ζηλότυπος]], -ον)<br />αυτός που διακατέχεται από το [[πάθος]] της ζηλοτυπίας, ο [[φθονερός]], ο ζηλιάρης («[[σφόδρα]] [[ζηλότυπος]] ό [[νεανίσκος]] ἦν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συζύγους) [[καχύποπτος]] για τη συζυγική ή την ερωτική [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[προθυμία]], έντονη [[διάθεση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[φιλόνικος]], [[ερειστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζηλοτύπως</i> και <i>ζηλότυπα</i> (Α ζηλοτύπως)<br />με [[ζήλεια]], με [[ζηλοτυπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ζήλο, με [[επιμονή]]<br /><b>αρχ.</b><br />με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήλος]] <span style="color: red;">+</span> [[τύπος]] «[[κτύπος]], [[κτύπημα]]»<br />[[ζηλότυπος]] «ο κτυπημένος με [[ζήλεια]], αυτός που έχει δεχθεί το [[πλήγμα]] της ζήλειας»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζηλότῠπος:''' -ον ([[τύπτω]]), αυτός που ζηλεύει, ζηλιάρης, [[φθονερός]], σε Αριστοφ. σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλότῠπος Medium diacritics: ζηλότυπος Low diacritics: ζηλότυπος Capitals: ΖΗΛΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: zēlótypos Transliteration B: zēlotypos Transliteration C: zilotypos Beta Code: zhlo/tupos

English (LSJ)

ον, (τύπτω)

   A jealous, Ar.Pl.1016, Men.Pk.409, J.AJ 5.8.2, etc.; title of mime by Herodas; ζ. ὀδύναι AP5.151 (Mel.); τὸ ζ. Phld.Hom.p.41 O. Adv. -πως Str.14.1.20; ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα J.BJ1.22.3; πρός τινα Aeschin.Socr.Oxy.1608.83: Sup. -ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα Ael.VH12.16.    2 eager, πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν Ptol.Tetr.62.

German (Pape)

[Seite 1139] (von Nacheiferung geschlagen), eifersüchtig, Ar. Plut. 1016; ὀδύναι Mel. 90 (V, 152). – Adv., ζηλοτύπως ἔχειν πρὸς ἀλλήλους D. L. 2, 57.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλότῠπος: -ον, (τύπτω) ἔχων ζηλοτυπίαν, «ζηλιάρης», Ἀριστοφ. Πλ. 1016˙ ὀδύναι Ἀνθ. Π. 5. 152˙ ζ. ἔχειν πρός τινα Διογ. Λ. 2. 57. - Ἐπίρρ. -πως, Στράβ. 640.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jaloux.
Étymologie: ζῆλος, τύπτω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ζηλότυπος, -ον)
αυτός που διακατέχεται από το πάθος της ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
(για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη
αρχ.
1. αυτός που έχει προθυμία, έντονη διάθεση για κάτι
2. φιλόνικος, ερειστικός.
επίρρ...
ζηλοτύπως και ζηλότυπα (Α ζηλοτύπως)
με ζήλεια, με ζηλοτυπία
νεοελλ.
με ζήλο, με επιμονή
αρχ.
με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + τύπος «κτύπος, κτύπημα»
ζηλότυπος «ο κτυπημένος με ζήλεια, αυτός που έχει δεχθεί το πλήγμα της ζήλειας»].

Greek Monotonic

ζηλότῠπος: -ον (τύπτω), αυτός που ζηλεύει, ζηλιάρης, φθονερός, σε Αριστοφ. σε Ανθ.