θεμιστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμιστεύω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[απονέμω]] το [[δίκαιο]], [[δικάζω]], [[κρίνω]] («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], [[ασκώ]] δικαστική [[εξουσία]]<br /><b>3.</b> (για θεούς) [[συμβουλεύω]], [[χρησμοδοτώ]], [[παρέχω]] χρησμούς.
|mltxt=[[θεμιστεύω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[απονέμω]] το [[δίκαιο]], [[δικάζω]], [[κρίνω]] («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], [[ασκώ]] δικαστική [[εξουσία]]<br /><b>3.</b> (για θεούς) [[συμβουλεύω]], [[χρησμοδοτώ]], [[παρέχω]] χρησμούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεμιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[θέμις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]], [[διακηρύσσω]] το [[δίκαιο]], Λατ. [[jus]] dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[διεκδικώ]] το [[δίκαιο]] [[έναντι]], είμαι [[δικαστής]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρησμοδοτώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., [[δίνω]] χρησμούς, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστεύω Medium diacritics: θεμιστεύω Low diacritics: θεμιστεύω Capitals: ΘΕΜΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: themisteúō Transliteration B: themisteuō Transliteration C: themisteyo Beta Code: qemisteu/w

English (LSJ)

   A declare law and right, c. dat., Μίνωα ἴδον . . θεμιστεύοντα νέκυσσιν Od. 11.569: c. gen., govern, θ. δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ' ἀλόχων 9.114.    II give by way of answer or oracle, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θ. h.Ap.253, cf. Lys.Fr.23S.: abs., deliver oracles, E.Ion371, D.S.5.67, Plu.Alex. 14; τινα Orac. ap. Ael.VH3.43; cf. θεμιτεύω.

German (Pape)

[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwalten, Recht sprechen, τινί, Od. 11, 569; übh. obherrschen, obwalten, τινός, 9, 114; ὄργια Κυβέλης θεμιστεύων Eur. Bacch. 79, auf gesetzliche Weise feiern, Musgr. änderte θεμιτεύων. – Rathschläge, Orakel gehen (s. θέμις), H. h. Apoll. 953. 293, τοῖσιν δέ τ' ἐγὼ νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύοιμι; Eur. Ion 571 τὸν θεμιστεύοντά σεο; Orph. H. 79, 4; οὔ σε θεμιστεύσω Orak. bei Ael. V. H. 3, 43; Lys. bei Harpocr.; absol., Plut. Alex. 14 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστεύω: ἀπονέμω τὸ δίκαιον, δικαιοδοτῶ, Λατ. jus dicere, μετὰ δοτ., Μίνωα ἴδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν Ὀδ. Λ. 569˙ μετὰ γεν., εἶμαι δικαστής, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων Ὀδ. Ι. 114. ΙΙ. ἐπὶ θεῶν, χρησμοδοτῶ, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 253, πρβλ. 293˙ οὕτω παρὰ πεζοῖς, Λυσίας παρ’ Ἁρπ.˙ - ἀπολ., παρέχω χρησμούς, Εὐρ. Ἴωνι 371, Πλούτ. Ἀλεξ. 14, Χρησμ. παρ’ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 43. - Πρβλ. θεμιτεύω.

French (Bailly abrégé)

1 rendre la justice : τινι à qqn ; p. ext. être juge ou chef de, gouverner;
2 rendre des oracles.
Étymologie: θέμις.

English (Autenrieth)

(θέμις): be judge for or over, judge; τινί, Od. 11.569; τινός, Od. 9.114.

Greek Monolingual

θεμιστεύω (Α) θέμις (Ι)]
1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.)
2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία
3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς.

Greek Monotonic

θεμιστεύω: μέλ. -σω (θέμις),
I. απονέμω δικαιοσύνη, διακηρύσσω το δίκαιο, Λατ. jus dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., διεκδικώ το δίκαιο έναντι, είμαι δικαστής, στο ίδ.
II. χρησμοδοτώ, σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., δίνω χρησμούς, σε Ευρ.