μεγαλοψυχία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μεγαλοψυχιά, η (ΑM [[μεγαλοψυχία]], Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) [[μεγαλόψυχος]]<br />η [[ιδιότητα]] και το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του μεγαλόψυχου, [[μεγαλείο]] ψυχής, υψηλό [[φρόνημα]], [[γενναιοφροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[καρτερικότητα]], υπομονητικότητα<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρέπεια]], [[επιβλητικότητα]]<br /><b>2.</b> [[γενναιοδωρία]]<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) [[περηφάνια]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>4.</b> ψεύτικη [[επίδειξη]] ανδρείας, [[καυχησιολογία]], ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και μεγαλοψυχιά, η (ΑM [[μεγαλοψυχία]], Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) [[μεγαλόψυχος]]<br />η [[ιδιότητα]] και το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του μεγαλόψυχου, [[μεγαλείο]] ψυχής, υψηλό [[φρόνημα]], [[γενναιοφροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[καρτερικότητα]], υπομονητικότητα<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρέπεια]], [[επιβλητικότητα]]<br /><b>2.</b> [[γενναιοδωρία]]<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) [[περηφάνια]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>4.</b> ψεύτικη [[επίδειξη]] ανδρείας, [[καυχησιολογία]], ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοψῡχία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μεγαλείο]] ψυχής, [[μεγαλοψυχία]], σε Αριστ.· με αρνητική [[σημασία]], [[αλαζονεία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[μεγαλοπρέπεια]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοψῡχία Medium diacritics: μεγαλοψυχία Low diacritics: μεγαλοψυχία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: megalopsychía Transliteration B: megalopsychia Transliteration C: megalopsychia Beta Code: megaloyuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A greatness of soul, highmindedness, lordliness, Democr.46, Isoc.9.59, Arist.EN1107b22, 1123a34, Plb.10.40.6, etc.; μ. τῶν ἔργων D.23.205, cf. D.S.1.58; generosity, πρός τινας IG22.1326.25: pl., Plb.1.64.5.    2 in bad sense, arrogance, D.18.68, v.l. in Luc.Tim.28.    3 Quixotism, Pl.Alc.2.150c.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοψῡχία: ἡ, ἀρετὴ μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· ὡσαύτως, παραπλησίως τῷ μεγαλοπρέπεια, Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ ἀφροσύνη, «δογκιχωτισμός».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 magnanimité;
2 en mauv. part arrogance.
Étymologie: μεγαλόψυχος.

Greek Monolingual

και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) μεγαλόψυχος
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα
μσν.
γενναιότητα
αρχ.
1. μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα
2. γενναιοδωρία
3. (με κακή σημ.) περηφάνια, έπαρση, υπεροψία
4. ψεύτικη επίδειξη ανδρείας, καυχησιολογία, ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεγᾰλοψῡχία: ἡ,
1. μεγαλείο ψυχής, μεγαλοψυχία, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, αλαζονεία, σε Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, μεγαλοπρέπεια, στον ίδ.