μεσουράνημα: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μεσουράνισμα]], το (ΑM [[μεσουράνημα]], Μ και [[μεσουράνισμα]]) [[μεσουρανώ]]<br />η [[θέση]] του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο [[μέσο]] του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν [[πάλιν]] ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> το ύψιστο [[σημείο]] [[ακμής]], ο Κολοφώνας, το [[κορύφωμα]] δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το [[άκρον]] [[άωτον]] («ο [[θάνατος]] τον πήρε [[πάνω]] στο [[μεσουράνημα]] της δόξας του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αγία Γραφή) ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῡ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του αστερισμού Κριού, [[επειδή]] πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό [[κατά]] τη [[δημιουργία]] του κόσμου<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ονομασία]] του δέκατου τόπου.
|mltxt=και [[μεσουράνισμα]], το (ΑM [[μεσουράνημα]], Μ και [[μεσουράνισμα]]) [[μεσουρανώ]]<br />η [[θέση]] του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο [[μέσο]] του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν [[πάλιν]] ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> το ύψιστο [[σημείο]] [[ακμής]], ο Κολοφώνας, το [[κορύφωμα]] δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το [[άκρον]] [[άωτον]] («ο [[θάνατος]] τον πήρε [[πάνω]] στο [[μεσουράνημα]] της δόξας του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αγία Γραφή) ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῡ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του αστερισμού Κριού, [[επειδή]] πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό [[κατά]] τη [[δημιουργία]] του κόσμου<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ονομασία]] του δέκατου τόπου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσουράνημα:''' τό ([[οὐρανός]]), ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] γης και ουρανού, το ενδιάμεσο της ατμόσφαιρας, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσουρᾰνημα Medium diacritics: μεσουράνημα Low diacritics: μεσουράνημα Capitals: ΜΕΣΟΥΡΑΝΗΜΑ
Transliteration A: mesouránēma Transliteration B: mesouranēma Transliteration C: mesouranima Beta Code: mesoura/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A culmination, Str.3.5.8, Cleom.2.1, Ptol. Alm.8.4, Theo Sm.p.159 H., etc.    2 mid-heaven, zenith, Apoc.8.13, al.    3 μ. κόσμου title of Aries as having been on the meridian at the Creation, Vett.Val.5.26.    4 name of the tenth τόπος, Paul. Al.N.1.

German (Pape)

[Seite 140] τό, der Stand der Sonne mitten am Himmel, S. Emp. adv. astrol. 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεσουράνημα: τό, ὅτανἥλιος εὑρίσκηται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ οὐρανοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12. 2) τὸ μέσον τοῦ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ διαστήματος, καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀγγέλου πετομένου ἐν μεσουρανήματι Ἀποκάλ. 8. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
situation d’un astre (particul. du soleil) parvenu au méridien ; le méridien ; zénith.
Étymologie: μεσουρανέω.

English (Strong)

from a presumed compound of μέσος and οὐρανός; mid-sky: midst of heaven.

English (Thayer)

μεσουρανηματος, τό (from μεσουρανέω; the sun is said μεσουράνειν to be in mid-heaven, when it has reached the meridian), mid-heaven, the highest point in the heavens, which the sun occupies at noon. where what is done can be seen and heard by all: Manetho, Plutarch, Sextus Empiricus.)

Greek Monolingual

και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) μεσουρανώ
η θέση του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το κορύφωμα δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το άκρον άωτον («ο θάνατος τον πήρε πάνω στο μεσουράνημα της δόξας του»)
αρχ.
1. (στην Αγία Γραφή) ο χώρος μεταξύ ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῡ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)
2. αστρολ. χαρακτηρισμός του αστερισμού Κριού, επειδή πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό κατά τη δημιουργία του κόσμου
3. αστρολ. ονομασία του δέκατου τόπου.

Greek Monotonic

μεσουράνημα: τό (οὐρανός), ο χώρος μεταξύ γης και ουρανού, το ενδιάμεσο της ατμόσφαιρας, σε Καινή Διαθήκη