μέτρημα: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[μέτρημα]]) [[μετρώ]]<br />η [[πράξη]] του [[μετρώ]], [[μέτρηση]], [[καταμέτρηση]] («τέλειωσα το [[μέτρημα]] τών φύλλων του [[ντοσιέ]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιουσία]] ή [[προίκα]] σε [[μετρητά]] («πήρε πολύ [[μέτρημα]]»)<br /><b>2.</b> [[υπολογισμός]], [[σχέδιο]]<br /><b>3.</b> [[λογαριασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόση]], [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> [[σιτηρέσιο]] στρατιωτών<br /><b>3.</b> μετρημένη [[απόσταση]]<br /><b>4.</b> [[μισθός]] στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά μετρήματα</i><br />οι καταβολές σε [[είδος]]. | |mltxt=το (Α [[μέτρημα]]) [[μετρώ]]<br />η [[πράξη]] του [[μετρώ]], [[μέτρηση]], [[καταμέτρηση]] («τέλειωσα το [[μέτρημα]] τών φύλλων του [[ντοσιέ]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιουσία]] ή [[προίκα]] σε [[μετρητά]] («πήρε πολύ [[μέτρημα]]»)<br /><b>2.</b> [[υπολογισμός]], [[σχέδιο]]<br /><b>3.</b> [[λογαριασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόση]], [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> [[σιτηρέσιο]] στρατιωτών<br /><b>3.</b> μετρημένη [[απόσταση]]<br /><b>4.</b> [[μισθός]] στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά μετρήματα</i><br />οι καταβολές σε [[είδος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέτρημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[απόσταση]] υπολογισμένη με [[μετρική]] [[μονάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδα]], [[επίδομα]], [[παροχή]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A measured distance, E.Ion1138; measurement, λίθοι . . ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11 (Didyma, ii B. C.). 2 measure, allowance, dole, E.IT954; soldier's rations, Plb.6.38.3, OGI229.106 (Smyrna, ii B. C.), PLond. 1.23.26 (ii B. C.); pay, Plb.9.27.11: in pl., deliveries in kind, POxy. 1221.4 (iii/iv A. D.): sg., amount so delivered, PCair.Zen.223.5 (iii B. C.); μ. θησαυροῦ Ostr.Bodl. v D9 (i A. D.), al.
German (Pape)
[Seite 162] τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μέτρημα: τό, μεμετρημένη ἀπόστασις, Εὐρ. Ἴων 1138. 2) μερίδιον ὡρισμένον δι’ ἕνα ἄνθρωπον, Εὐρ. Ι. Τ. 954· τὸ σιτηρέσιον στρατιώτου, Πολύβ. 6. 38, 3· ὁ μισθὸς στρατιώτου, ὁ αὐτ. 9. 27, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
part mesurée ou attribuée.
Étymologie: μετρέω.
Greek Monolingual
το (Α μέτρημα) μετρώ
η πράξη του μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων του ντοσιέ»)
νεοελλ.
1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα»)
2. υπολογισμός, σχέδιο
3. λογαριασμός
αρχ.
1. δόση, μερίδα
2. σιτηρέσιο στρατιωτών
3. μετρημένη απόσταση
4. μισθός στρατιωτών
5. στον πληθ. τά μετρήματα
οι καταβολές σε είδος.
Greek Monotonic
μέτρημα: -ατος, τό,
1. απόσταση υπολογισμένη με μετρική μονάδα, σε Ευρ.
2. μερίδα, επίδομα, παροχή, στον ίδ.