μελιτώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑM [[μελιτώδης]], -ῶδες) [[μέλι]]<br />αυτός που μοιάζει με το [[μέλι]] ως [[προς]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]], [[μελιτόχρους]], [[μελιχρός]], [[μελάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παχύρρευστος]] σαν το [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Μελιτῶδες</i><br />[[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, [[επειδή]] οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες.
|mltxt=-ες (ΑM [[μελιτώδης]], -ῶδες) [[μέλι]]<br />αυτός που μοιάζει με το [[μέλι]] ως [[προς]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]], [[μελιτόχρους]], [[μελιχρός]], [[μελάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παχύρρευστος]] σαν το [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Μελιτῶδες</i><br />[[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, [[επειδή]] οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελῐτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[μέλι]]· προσωνύμιο της Περσεφόνης, Λατ. Mellita, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτώδης Medium diacritics: μελιτώδης Low diacritics: μελιτώδης Capitals: ΜΕΛΙΤΩΔΗΣ
Transliteration A: melitṓdēs Transliteration B: melitōdēs Transliteration C: melitodis Beta Code: melitw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like honey, χυμός Thphr.CP6.9.2, Plu. 2.628c; τὰ γλυκέα καὶ τὰ μ. Luc.Vit.Auct.19; also, of Persephone, Theoc.15.94, Porph.Antr.18.

German (Pape)

[Seite 125] ες, = μελιτοειδής, bes. honigsüß, Plut. u. a. Sp., wie Luc. Vit. auct. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μέλι˙ ὡσαύτως ὄνομα τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ Λατ. Mellita, Θεόκρ. 15. 94.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble au miel.
Étymologie: μέλι, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑM μελιτώδης, -ῶδες) μέλι
αυτός που μοιάζει με το μέλι ως προς τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση, μελιτόχρους, μελιχρός, μελάτος
μσν.
παχύρρευστος σαν το μέλι
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Μελιτῶδες
προσωνυμία της Περσεφόνης, επειδή οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες.

Greek Monotonic

μελῐτώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με μέλι· προσωνύμιο της Περσεφόνης, Λατ. Mellita, σε Θεόκρ.