παροχετεύω: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αλλάζω]], [[μεταστρέφω]] τη ροή υγρού, [[διοχετεύω]] από κεντρικό αγωγό οχετό ή [[διώρυγα]] σε διπλανό αγωγό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[παροχετεύω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]]» — [[μεταφέρω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]] από το πλησιέστερο [[κέντρο]] διανομής σε [[σύστημα]] αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαντώ]] με υπεκφυγές, [[ξεγλιστρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀχετεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]])].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αλλάζω]], [[μεταστρέφω]] τη ροή υγρού, [[διοχετεύω]] από κεντρικό αγωγό οχετό ή [[διώρυγα]] σε διπλανό αγωγό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[παροχετεύω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]]» — [[μεταφέρω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]] από το πλησιέστερο [[κέντρο]] διανομής σε [[σύστημα]] αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαντώ]] με υπεκφυγές, [[ξεγλιστρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀχετεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροχετεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, παρεκτρέπομαι από την [[πορεία]] μου, [[παρεκκλίνω]], σε Πλούτ.· μεταφ., <i>τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροχετεύω Medium diacritics: παροχετεύω Low diacritics: παροχετεύω Capitals: ΠΑΡΟΧΕΤΕΥΩ
Transliteration A: parocheteúō Transliteration B: parocheteuō Transliteration C: parocheteyo Beta Code: paroxeteu/w

English (LSJ)

   A turn from its course, divert, ὑφαιρουμένους τὸ ὕδωρ καὶ π. Plu. Them.31 :—Med., εἰς ἑτέρους τὸ τῆς ἀρχῆς π. Id.2.779f: metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ E.Ba.479 ; π. λόγοις Pl.Lg.844a :—Pass., to be diverted, Thphr.CP5.17.4.

German (Pape)

[Seite 528] das Wasser ableiten, durch einen Nebenkanal, heimlich oder unrechtmäßig, ὑφῃρημένος τὸ ὕδωρ καὶ παροχετεύσας, Plut. Them. 31; VLL. – Uebertr., τοῦ τ' αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων, Eur. Bacch. 479, wie λόγοις Plat. Legg. VIII, 844 a. – Plut. ad princ. iner. 1 braucht auch das med. in activer Bdtg.

French (Bailly abrégé)

dériver par un autre canal ; en mauv. part dériver furtivement ou suivant une mauvaise direction.
Étymologie: παρά, ὀχετεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
αλλάζω, μεταστρέφω τη ροή υγρού, διοχετεύω από κεντρικό αγωγό οχετό ή διώρυγα σε διπλανό αγωγό
νεοελλ.
φρ. «παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα» — μεταφέρω ηλεκτρικό ρεύμα από το πλησιέστερο κέντρο διανομής σε σύστημα αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης
αρχ.
μτφ. απαντώ με υπεκφυγές, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀχετεύω (< ὀχετός)].

Greek Monotonic

παροχετεύω: μέλ. -σω, παρεκτρέπομαι από την πορεία μου, παρεκκλίνω, σε Πλούτ.· μεταφ., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ, σε Ευρ.